Το γρήγορο βάδισμα χαρίζει περισσότερα χρόνια ζωής
Οι άνθρωποι που επιταχύνουν τον ρυθμό με τον οποίο περπατάνε, αυξάνουν και τις πιθανότητές τους να ζήσουν περισσότερο, σύμφωνα με νέα διεθνή μελέτη με επικεφαλής Έλληνα επιστήμονα της διασποράς.
Το περπάτημα, ούτως ή άλλως, μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου, αλλά αν γίνεται με γρήγορο ρυθμό, τότε η μείωση του κινδύνου είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αν κανείς περπατά με ένα μέσο ρυθμό, η πιθανότητα πρόωρου θανάτου είναι μειωμένη κατά 20% σε σχέση με κάποιον που βαδίζει με αργό ρυθμό. Αν όμως κανείς συστηματικά περπατά γρήγορα, τότε η μείωση του κινδύνου είναι 24% κατά μέσο όρο.
Οι ερευνητές, από την Αυστραλία και τη Βρετανία, με επικεφαλής τον καθηγητή Εμμανουήλ Σταματάκη του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό αθλητιατρικό περιοδικό "British Journal of Sports Medicine", συσχέτισαν στοιχεία θνησιμότητας, με τις απαντήσεις 50.225 ανθρώπων σχετικά με τις συνήθειές τους στο βάδισμα.
Διαπιστώθηκε ότι η προστατευτική δράση του γρήγορου βαδίσματος είναι ακόμη μεγαλύτερη μετά την ηλικία των 60 ετών. Όσοι περπατούσαν με μέσο ρυθμό, είχαν 46% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια, έναντι μεγαλύτερης μείωσης 53% για όσους βάδιζαν με γρήγορο ρυθμό.
«Γρήγορος ρυθμός θεωρούνται τα πέντε έως επτά χιλιόμετρα την ώρα. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να περπατά τόσο γρήγορα, ώστε να λαχανιάζει ελαφρώς ή να ιδρώνει» δήλωσε ο κ. Σταματάκης.
Όπως είπε, «το φύλο ή το βάρος δεν φαίνεται να παίζουν ρόλο. Αν κανείς περπατά με γρήγορο ρυθμό, μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος θανάτου από διάφορες αιτίες, καθώς και για καρδιοπάθεια. Από την άλλη όμως, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο ρυθμός του βαδίσματος επηρεάζει σημαντικά τη θνησιμότητα από καρκίνο».
Ο Έλληνας ερευνητής τόνισε ότι, μετά και τη νέα μελέτη, το γρήγορο βάδισμα πρέπει να περιλαμβάνεται πλέον σε κάθε καμπάνια για την προώθηση της δημόσιας υγείας, καθώς είναι κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να υιοθετήσουν και να ενσωματώσουν στην καθημερινή ζωή τους.
Ο Εμμανουήλ Σταματάκης αποφοίτησε το 1995 από τη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσααλονίκης και πήρε το διδακτορικό του το 2002 από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ με αντικείμενο τη σχέση σωματικής άσκησης και υγείας. Δίδαξε στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου (UCL) και από το 2013 είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.