Ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ οι προσφορές για το ομόλογο της Alpha Bank
Μέχρι στιγμής οι προσφορές των επενδυτών ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ, με το αρχικό επιτόκιο να καθορίζεται στην περιοχή του 12,25% με 12,5%.
Η έκδοση, την οποία έχουν αναλάβει οι Citi, Barclays, Bank of America Securities και JP Morgan, αφορά τίτλο ΑΤ1 και συνυπολογίζεται στα κεφάλαια, ενώ έχει δυνατότητα επαναγοράς σε 5,5 χρόνια.
Η έκδοση ΑΤ1, όπως σημειώνουν από την Alpha Bank, έρχεται ως απόρροια της επιτυχημένης υλοποίησης του Στρατηγικού Σχεδίου «Project Tomorrow», αλλά και της βελτιωμένης κερδοφορίας. Ως μέρος του σχεδιασμού για άντληση κεφαλαίων με στόχο την πιστωτική επέκταση, η τράπεζα είχε συμπεριλάβει στο «οπλοστάσιο» και τις εκδόσεις ομολόγων Additional Tier 1, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης δείκτη βασικών κεφαλαίων σε επίπεδα τουλάχιστον 13%.
Η έκδοση αναμένεται να ενισχύσει έτι περαιτέρω τα εποπτικά κεφάλαια και επιτρέπει, μέσω της μόχλευσης, να στηρίξει περαιτέρω την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για βελτιστοποίηση της κεφαλαιακής διάρθρωσης, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια εκδόσεως ομολόγων Αdditional Τier 1 και Tier 2.
Όσον αφορά αφορά τα ομόλογα Tier 2, η τράπεζα έχει καλύψει πλήρως το περιθώριο εκδόσεων ύψους 1 δισ. ευρώ, με δημοπρασίες που ολοκληρώθηκαν το 2019 και 2020. Από το 2019 έως σήμερα, η Alpha Bank είναι η πιο ενεργή τράπεζα σε εκδόσεις στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για όλα τα instruments (μετοχές, senior preferred, Tier 2 και τώρα ΑΤ1).
Κατά την τελευταία τριετία, η συνολική παρουσία της Τράπεζας, μέσω εκδόσεων ομολόγων, ανέρχεται σε 2,8 δισ. ευρώ, ενώ με τη νέα έκδοση επιβεβαιώνεται η ισχυρή δυναμική πρόσβασης της στις κεφαλαιαγορές και επιτυγχάνεται διαφοροποιημένο προφίλ χρηματοδότησης που επιτυγχάνει.
Ας σημειωθεί ότι το νέο ομόλογο έρχεται στον απόηχο της πρόσφατης έκδοσης (senior preferred ομόλογο) από τη Eurobank, η οποία άντλησε 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 7,125%. Οι συνολικές προσφορές, δε, είχαν ανέλθει σε 1,4 δισ. ευρώ.