Η κατανάλωση αλκοόλ κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό επηρεάζει το μωρό
Μια νέα μελέτη που είδε το φως της δημοσιότητας στο επιστημονικό περιοδικό Pediatrics, επισημαίνει ότι οι γυναίκες οι οποίες εξακολουθούν να καταναλώνουν αλκοόλ κατά τη διάρκεια του θηλασμού τους εκθέτουν με αυτό τον τρόπο και τα βρέφη τους στο αλκοόλ και κατ’ επέκταση τα μωρά αυτά λαμβάνουν αλκοόλ μέσα από το μητρικό γάλα.
Αυτό έχει ως συνέπεια τα μωρά αυτά μεγαλώνοντας να έχουν χαμηλότερες γνωστικές ικανότητες.
Όπως γράφει η Dr Ananya Mandal, MD, είναι η πρώτη φορά που διεξάγεται μελέτη στην οποία εξετάζονται οι συσχετισμοί μεταξύ της έκθεσης σε αλκοόλ μέσω του μητρικού γάλακτος και της γνώσης στα παιδιά. Η μελέτη έγινε από μία ομάδα ερευνητών στο πανεπιστήμιο Macquarie της Αυστραλίας όπου εξετάστηκαν 5.107 βρέφη, τα οποία αξιολογήθηκαν ξανά μέχρι την ηλικία των 11 ετών.
Οι μητέρες αυτών των παιδιών έλαβαν ένα τροποποιημένο ερωτηματολόγιο επινοημένο από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας όπου έπρεπε να καταγράψουν αν κατανάλωναν αλκοόλ και αν κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους και τους μήνες που θήλαζαν τα μωρά τους. Τα παιδιά, σε κάθε μία από τις επισκέψεις στη συνέχεια, ελέγχθηκαν για τη μη λεκτική λογική τους, το λεξιλόγιο και τις γνωστικές τους ικανότητες.
Σύμφωνα με την Dr Ananya Mandal, τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων έδειξαν, ότι τα παιδιά μητέρων που έκαναν μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του θηλασμού είχαν χαμηλότερες βαθμολογίες στις γνωστικές ικανότητες. Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι τα παιδιά με χαμηλή επίδοση ήταν κυρίως παιδιά ηλικίας 6 έως 7 ετών των οποίων οι μητέρες κατανάλωσαν αλκοόλ κατά το θηλασμό. Ενώ, δεν παρατηρήθηκε κάτι παρόμοιο στα παιδιά μητέρων που κατανάλωναν αλκοόλ αλλά δεν είχαν θηλάσει.
Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει στη χαμηλότερη γνωστική ικανότητα μεταξύ αυτών των παιδιών ήταν η κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το φύλο του παιδιού, η ηλικία της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, το βάρος γέννησης και η διάρκεια του θηλασμού.
Όπως αναφέρει η Dr Mandal στο news-medical.net, οι χαμηλές γνωστικές ικανότητες, εξισορροπούνταν από την ηλικία των 10 ή 11 ετών, και πιθανότατα, σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό να οφείλεται στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που καθορίζουν τις γνωστικές ικανότητες όταν μεγαλώνει το παιδί. Δηλαδή, στα επίπεδα εκπαίδευσης που λαμβάνει το παιδί στη συνέχεια της ζωής του.
Ένας ακόμα σοβαρός παράγοντας ο οποίος καταγράφηκε στη μελέτη το κάπνισμα κατά τη διάρκεια του θηλασμού και της εγκυμοσύνης και όπως διαπιστώθηκε, δεν είχε σημαντική επίδραση στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού. Συγκρίθηκαν γυναίκες που καπνίζουν 1,06 τσιγάρα την ημέρα με εκείνες που καπνίζουν 2,84 τσιγάρα την ημέρα.
Ωστόσο, οι συγγραφείς της μελέτης, συμπλήρωσαν ότι μπορεί να μην υπήρξε πρόβλημα στις γνωστικές ικανότητες του μωρού, όμως το κάπνισμα στην εγκυμοσύνη και το θηλασμό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες σε άλλα όργανα. Γι αυτό οι γυναίκες δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι μπορούν να καπνίζουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), η κατανάλωση οινοπνεύματος δεν συνιστάται μεταξύ των εγκύων μητέρων. Όμως, η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μέχρι ενός ποτού ανά ημέρα δεν είναι γνωστό ότι είναι επιβλαβής για το βρέφος, εφόσον παρέχεται απόσταση τουλάχιστον δύο ωρών μεταξύ του ποτού και του θηλασμού που παρέχει το μωρό.
Ωστόσο, η Δρ. Lauren M. Jansson, διευθύντρια Παιδιατρικής στο Κέντρο Εθισμού και Εγκυμοσύνης και αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, επισημαίνει ότι οι συστάσεις που αφορούν την περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια του θηλασμού ίσως θα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το φως αυτών των νέων συνδυασμένων στοιχείων.