Το μέλι «ασπίδα» κατά του εμφράγματος
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον ανακάλυψαν ότι η τρεαλόζη, μια ουσία που βρίσκεται στο μέλι, έχει την ικανότητα να κινητοποιεί, μέσω της ενεργοποίησης μιας πρωτεΐνης, τα μακροφάγα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να απομακρύνουν τις λιπαρές ουσίες που εναποτίθενται στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών και δημιουργούν τις γνωστές αθηρωματικές πλάκες.
Οι αθηρωματικές πλάκες προκαλούν την αθηροσκλήρωση, η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, είναι δυνατόν να αποτελέσει την αιτία για την εμφάνιση εμφράγματος του μυοκαρδίου, εγκεφαλικού επεισοδίου, ρήξης ανευρύσματος των αρτηριών ή θρόμβωσης των αρτηριών.
Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες χορήγησαν με ένεση την ουσία τρεαλόζη ή μια άλλη γλυκαντική ουσία σε ποντίκια που κινδύνευαν να αναπτύξουν αθηροσκλήρωση. Σε κάποια μάλιστα χορηγήθηκε η ουσία από το στόμα.
Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, τα ποντίκια που είχαν λάβει ενέσιμη τρεαλόζη είχαν στις αρτηρίες τους μειωμένη αθηρωματική πλάκα κατά 30%. Αντίθετα, στα ποντίκια που δεν είχε χορηγηθεί τρεαλόζη ή είχε δοθεί από το στόμα, το μέγεθος της αθηρωματικής πλάκας παρέμεινε το ίδιο.
Η τρεαλόζη, η οποία σημειωτέον εκτός από το μέλι υπάρχει και στα μανιτάρια, στον αστακό και στις γαρίδες, αποτελείται από δύο μόρια γλυκόζης συνδεδεμένα μεταξύ τους και συχνά χρησιμοποιείται ως συστατικό σε φαρμακευτικά προϊόντα.
Παλαιότερες έρευνες είχαν δείξει ότι η τρεαλόζη ενεργοποιεί μια σημαντική λειτουργία των κυττάρων, την αυτοφαγία, δηλαδή τη διαδικασία υποβάθμισης ή ανακύκλωσης συστατικών των κυττάρων που δεν χρειάζονται ή δεν λειτουργούν σωστά.
Στην παρούσα μελέτη, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον δρ. Babak Razani, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η τρεαλόζη καταφέρνει να ενεργοποιεί την πρωτεΐνη TFEB, η οποία εισέρχεται στον πυρήνα των μακροφάγων ανοσοποιητικών κυττάρων και ενώνεται με το DNA τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύεται κατακόρυφα η ικανότητά τους να απομακρύνουν την αθηρωματική πλάκα από τις αρτηρίες.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature Communications».