Να σας συστήσω τα… «ψυχολογικά μου προβλήματα»
[ad_1]
Εκείνο που μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από τη διάδραση που αναπτύσσεται στο site, είναι η θέληση ορισμένων να μάθουν περισσότερα για την ψυχοθεραπεία και τους ψυχολόγους.
Αυτό που κάποτε ήταν ταμπού, ή ακόμα και θέμα χλευασμού, σήμερα αποτελεί προβληματισμό για πολλούς από εμάς.
Δεν θα μπω στη διαδικασία να σας ξεκαθαρίσω στο μυαλό σας, βασικές έννοιες που μπορεί να συγχέετε , όπως ψυχίατρος, ψυχολόγος, ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση κλπ κλπ γιατί αυτό θα το αφήσω να το κάνουν ειδικοί μέσα στις επόμενες ημέρες , σε ένα από τα άρθρα που θα ακολουθήσουν.
Εγώ εδώ θα σας περιγράψω τη δική μου εμπειρία από το μέχρι τώρα ταξίδι μου στο χώρο της αυτογνωσίας.
Ήμουν 19 ετών. Φοιτήτρια γαλλικής φιλολογίας. Ανάμεσα στα υποχρεωτικά μαθήματα της σχολής , υπήρχαν και τα κατ΄επιλογήν, και εγώ είχα διαλέξει από το πρώτο εξάμηνο, το μάθημα της Ψυχολογίας. Μου άρεσε από το λύκειο, όταν είχαμε κάνει για ένα τρίμηνο ψυχολογία στην πρώτη λυκείου.
Παρακολουθούσα τις παραδόσεις ανελλιπώς, και έβρισκα το αντικείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Παράλληλα, μέσα σε όλα , και ενώ είχα μία πολύ όμορφη ζωή, ζηλευτή θα έλεγα, μέσα μου ένιωθα πως κάτι δεν πάει καλά. Πως κάτι λείπει από τη ζωή αυτή, ή μερικές φορές ένιωθα πως όλα όσα ζω, δεν με καλύπτουν σε βάθος. Με τρόμαζε και μόνο η σκέψη, ό,τι απαρνιέμαι μία ζωή που στα μάτια άλλων φάνταζε τέλεια.
Ήμουν ευπαρουσίαστη, σπούδαζα στην Ελλάδα (εκείνα τα χρόνια εθεωρείτο μεγάλο κατόρθωμα), είχα τους πιο κουλ γονείς, δικό μου μοντέρνο διθέσιο αυτοκίνητο, παρέες, ήμουν αρκετά δημοφιλής, σύχναζα στα πιο μοδάτα κλαμπ, φορούσα την τελευταία λέξη της μόδας, από πάνω μέχρι κάτω, έκανα ταξίδια, εκδρομές στη Μύκονο και όλα όσα επέβαλε το λάιφ στάιλ της εποχής.
Και όμως, μερικές φορές ένιωθα προβληματική, γιατί υπήρχαν Παρασκευές βράδια, που δεν ήθελα να στολιστώ σαν νύφη, δεν ήθελα να δω κόσμο και κυρίως να με δει κόσμος, αλλά έπιανα τον εαυτό μου, να θέλει να μείνει μέσα, αραχτή στον καναπέ, και να διαβάσει το Συμπόσιο Του Πλάτωνος.
Ένιωθα διαφορετική, αλλά με έναν τρόπο που δεν ήταν συμβατός με το «φυσιολογικό» της εποχής μου.
Μου άρεσε το διάβασμα, αλλά δεν το έλεγα. Το έκρυβα μάλιστα, ακόμα και από τους πιο καλούς μου φίλους, ότι πολλές φορές, διαβάζω στα κλεφτά, αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ή ότι περνάω ώρες ατελείωτες στον 9ο όροφο της Φιλοσοφικής, κάνοντας εργασίες, τις οποίες εγώ επέλεγα προαιρετικά χωρίς να επιβάλλονται από το πρόγραμμα σπουδών.
Είχα αγωνία μη με πουν φυτό, γιατί δεν ήμουν. Απλά μου άρεσε η γνώση. Αυτή όμως δεν ήταν ιν. Κορίτσια που διάβαζαν στην εποχή που ήμουν “νιά”, ήταν κορίτσια περιθωριακά.
Αυτή η κόντρα ανάμεσα στους δύο μου εαυτούς, γινόταν ακόμα πιο έντονη, όταν ερχόταν το Πάσχα που έπρεπε ντε και καλά να πας στη Μύκονο, ενώ εγώ προτιμούσα μέσα μου να πάω στη λίμνη Καϊάφα για κατασκήνωση στη φύση και θαλάσσιο σκι.
Όπως και το καλοκαίρι που το πρόγραμμα είχε ως must προορισμούς τα Χανιά και τη Σαντορίνη, ενώ εγώ αναπολούσα λίγες μέρες καλού ύπνου και ξεκούρασης σε ένα άγνωστο τότε νησί στους πολλούς, τη Φολέγανδρο.
Ένιωθα να έχω διπλή προσωπικότητα. Ένιωθα διαφορετική και αυτό με ανησυχούσε.
Το είπα στην φιλόλογο που με προετοίμαζε στο μάθημα της έκθεσης , την οποία και θεωρούσα δικό μου άνθρωπο.
Της περιέγραψα μάλιστα αυτό που νιώθω ως εξής:
«Νιώθω σαν να είμαι γκέι σε όλες τις επιλογές μου πλην τις ερωτικές, και να το κρύβω. Ενώ θέλω το α κάνω το β γιατί έτσι πρέπει!»
Η Άντα, καλή της ώρας , που πρότεινε να πάω να δω έναν ψυχολόγο.
Αυτό ήταν. Ένιωθα άρρωστη. Ένιωθα στιγματισμένη. Ένιωθα αποτυχημένη που δεν ήμουν ευτυχισμένη. Ένιωθα ντροπή που δεν ήμουν ικανοποιημένη. Τύψεις, ενοχές και αχαριστία.
Πέρασαν οι μέρες, και τα συναισθήματα μου αυτά δεν καταλάγιαζαν. Αποφάσισα να κάνω το βήμα και να πάω να δω έναν ψυχολόγο. Εννοείται δεν θα το έλεγα σε κανέναν, ούτε καν στους γονείς μου. Η εποχή δεν ήταν για τέτοια.
Η πρώτη μου φορά ήταν δύσκολη.
Είχα αυτή την αγωνία να δω τι θα μου πει ο ψυχολόγος, ενώ φοβόμουν μήπως τελικά «έχω κάτι».
Η διαδικασία μου είχε φανεί λίγο άχαρη. Κάθεσαι απέναντι από έναν άγνωστο, που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου, σε κοιτάει, και περιμένει να του πεις γιατί είσαι εκεί. Όση ώρα μιλάς, αυτός κρατάει σημειώσεις και ενώ εσύ περιμένεις να καταλάβεις τι συμβαίνει αναζητώντας να ερμηνεύσεις κάποια γκριμάτσα, έναν μορφασμό, αυτός τίποτα, κρατά ανέκφραστο το πρόσωπο του.
Η αλήθεια όμως είναι, πως μία ανακούφιση την ένιωθα κάθε φορά που έφευγα από το γραφείο του. Και μόνο που έλεγα και έβγαζα από μέσα μου, σκέψεις απλές που όμως με προβλημάτιζαν, με λύτρωνε.
Τις πρώτες επισκέψεις, μιλούσα περισσότερο εγώ, και λιγότερο εκείνος. Όσο πέρναγε ο καιρός, κάναμε διάλογο. Όταν εκείνος έκρινε, έκανε ερωτήσεις και εγώ απαντούσα.
Όταν πλέον εξοικειώθηκα με τη ρουτίνα της διαδικασίας, και χαλάρωσα, άρχισα να δίνω προσοχή σε όλα όσα μου λέει, άρχισα να κρατάω και εγώ σημειώσεις και ξεκίνησα να παρατηρώ τον εαυτό μου. Σαν να προσπαθώ να έρθω σε επαφή μαζί του, απομονώνοντας όλους τους θορύβους από το περιβάλλον μου.
Άρχισα σιγά σιγά να ακούω και να κατανοώ τις σκέψεις μου, να παρατηρώ τι τις πυροδοτεί, να αναγνωρίζω τα συναισθήματα μου και να τα ξεχωρίζω. Να τα προσδιορίζω και να ονοματίζω. Ήξερα πλέον να καταλαβαίνω τη διαφορά ανάμεσα στον θυμό, τα νεύρα, τη θλίψη, τη στεναχώρια, την απογοήτευση, την αγωνία, τον φόβο. Έτσι σιγά σιγά έγινα προβλέψιμη για μένα. Γιατί απλά άρχισα να με γνωρίζω.
Κάπως έτσι, με τον καιρό, άρχισα να καταλαβαίνω και τις ανάγκες μου. Να τις διαχωρίζω από τις επιθυμίες μου, και να δίνω βάρος στο τι συναισθήματα μου προκαλεί το κάθε τι. Αυτόματα, άρχισαnνα νιώθω πιο ασφαλής, πιο σίγουρη και πιο ξεκάθαρη με μένα και τους άλλους.
Η όλη διαδικασία μου ήταν πλέον ευχάριστη και την έβρισκα εποικοδομητική.
Η περιέργεια μου, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, με οδήγησε στο να διαβάσω αρκετά γύρω από την επιστήμη της ψυχολογίας, και να ανακαλύψω πληθώρα μεθόδων αυτογνωσίας , τις οποίες και τόλμησα να δοκιμάσω στην πλειονότητα τους.
Ψυχανάλυση, ερμηνεία ονείρων, παιχνίδι ρόλων, παιχνίδι με lego και ζωγραφιές, συμβουλευτική …
Το 2006, έχοντας ήδη επτά χρόνια στην αυτογνωσία, σε μία συνέντευξη ένας δημοσιογράφος με ρώτησε αν έχω πάει ποτέ σε ψυχολόγο.
Ούσα πολύ εξοικειωμένη με όλο αυτό, και θεωρώντας το αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής μου ζωής, θεώρησα το ερώτημα απόλυτα φυσιολογικό, έχοντας σχεδόν ξεχάσει πως για την πλειοψηφία, το θέμα «ψυχολόγος» ήταν ακόμα ταμπού.
Με την αφοπλιστική ειλικρίνεια που με διακρίνει, σαφώς και παραδέχτηκα το ότι έχω χρόνια προσωπικής εμπειρίας στο ταξίδι της αυτογνωσίας.
Την ημέρα που βγήκε το περιοδικό με τίτλο « έχω κάνει ψυχανάλυση» τα μεσημεριανά βούιξαν.
Για περισσότερες από 3 μέρες, άνθρωποι της τότε, τηλεόρασης, έβγαζαν το μεροκάματο τους, σχολιάζοντας τη δήλωση μου και το περιεχόμενο αυτής.
Είδα τίτλους σε εκπομπές να γράφουν: «Η Ελεονώρα είναι του γιατρού.» «Η Μελέτη παραδέχτηκε πως είναι τρελή». «Με ψυχολογικά προβλήματα η Ελεονώρα Μελέτη». Ενώ πανελίστες και παρουσιαστές, μιλούσαν για τις «δύσκολες ώρες μου» ενώ κάποιοι παρατήρησαν πως « φαινόταν ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί μου» ή εκτίμησαν πως «την τρέλανε η δημοσιότητα» με κάποιους πιο επιφυλακτικούς να λένε πως «τα κάνει όλα και τα λέει όλα για να προκαλεί».
Σαφώς και δεν στεναχωρέθηκα, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, τσάμπα τόσο χρήμα και τόσο χρόνο στους ψυχολόγους επτά χρόνια. Απλά ένιωσα μία θλίψη για τους ανθρώπους που έχουν βήμα στην τηλεόραση και που δεν αναγνωρίζουν τη δύναμη της θέσης τους και το πόση επιρροή έχουν όλα όσα λένε στο να διαμορφώνονται απόψεις και να δημιουργούνται εντυπώσεις.
Λίγους μήνες αργότερα, δεν υπήρχε ηθοποιός, τραγουδιστής, παρατρεχάμενος, που να μην βγει να δηλώσει στις συνεντεύξεις τους πως έχει κάνει ψυχανάλυση. Είδα αυτό τον όρο, αυτή τη λέξη, να κακοποιείται ανελέητα από ανθρώπους που δεν είχαν καν γνώση ότι αυτό που έκαναν με μία δυο επισκέψεις σε έναν ειδικό, δεν ήταν ψυχανάλυση, αλλά τύπου συμβουλευτική, ή ψυχοθεραπεία.
Το όλο «πακετάκι» έχει γίνεται πλέον της μόδας. Με δικαιολογία ή και χωρίς αφορμή, λίγο πολύ, όλοι έχουν περάσει από το ντιβάνι. Ή έτσι νομίζουν…
Θα σας πως ένα μυστικό.
Η μαγεία στην ψυχολογία, είναι να την ασπάζεσαι χωρίς κανέναν λόγο. Η μάλλον καλύτερα, να την ασπάζεσαι, και όταν ΔΕΝ έχεις λόγο.
Γιατί η βαθιά ουσία, βρίσκεται από μόνη της, στο ταξίδι της αυτογνωσίας και στην ανάγκη να θες να γνωρίσεις καλύτερα εσένα τον ίδιο.
Γιατί όμως λέει και ο πατέρας μου, σε αυτή τη ζωή, ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι. Παρέα με εμάς.
Και αν σκέφτεσαι να δοκιμάσεις να έρθεις πιο κοντά στον εαυτό σου, κάνε το για σένα, κάνε το χωρίς αφορμή, και αν θες τη γνώμη μου, μην το μοιραστείς και με κανέναν…
[ad_2]
Source link