Κίνδυνος... θάνατος τα επεξεργασμένα τρόφιμα, αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του εντέρου και καρδιαγγειακής νόσου
Οι άνθρωποι, κυρίως οι άνδρες, που καταναλώνουν συχνά πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου, καρδιοπάθειας και πρόωρου θανάτου.
Σύμφωνα με δύο νέες μεγάλες επιστημονικές έρευνες tα άκρως επεξεργασμένα τρόφιμα περιλαμβάνουν τα συσκευασμένα ψημένα τρόφιμα και σνακ, τα αεριούχα/ανθρακούχα ποτά, τα δημητριακά με ζάχαρη, τα έτοιμα φαγητά και όσα θέλουν μόνο ζέσταμα, τα οποία συχνά περιέχουν μεγάλες ποσότητες πρόσθετης ζάχαρης, λιπών και αλατιού, ενώ αντίθετα έχουν ανεπαρκείς βιταμίνες και ίνες. Προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει τα άκρως επεξεργασμένα τρόφιμα με μεγαλύτερο κίνδυνο για παχυσαρκία, υπέρταση, υψηλή χοληστερίνη και μερικούς καρκίνους.
Στην πρώτη μελέτη, οι ερευνητές των πανεπιστημίων Ταφτς και Χάρβαρντ, με επικεφαλής τη δρ Λου Γουάνγκ της Σχολής Επιστημών Υγείας του πρώτου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal»(BMJ), ανέλυσαν στοιχεία από τρεις μεγάλες έρευνες σε βάθος 25ετίας, οι οποίες αφορούσαν συνολικά περίπου 206.000 άτομα, στα οποία στην πορεία διαγνώστηκαν 1.294 περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου σε άνδρες και 1.922 σε γυναίκες.
Η μελέτη συμπέρανε ότι οι άνδρες που έτρωγαν πολλές άκρως επεξεργασμένες τροφές, είχαν κατά μέσο όρο 29% μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν στο μέλλον με καρκίνο του παχέος εντέρου, σε σχέση με τους άνδρες που κατανάλωναν πολύ λιγότερες ποσότητες τέτοιων τροφίμων. Δεν διαπιστώθηκε όμως -για λόγους που δεν είναι σαφείς- ανάλογη συσχέτιση στις γυναίκες που έτρωγαν πολλά άκρως επεξεργασμένα τρόφιμα.
«Τα επεξεργασμένα κρέατα, τα περισσότερα από τα οποία εμπίπτουν στην κατηγορία των άκρως επεξεργασμένων τροφών, αποτελούν ισχυρό παράγοντα κινδύνου για ορθοκολικό καρκίνο. Οι άκρως επεξεργασμένες τροφές γενικότερα έχουν άφθονα σάκχαρα και λίγες φυτικές ίνες, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους και στην παχυσαρκία, η οποία με τη σειρά της συνιστά αναγνωρισμένο παράγοντα κινδύνου γι' αυτόν τον καρκίνο», δήλωσε η Γουάνγκ.
Η πιο έντονη συσχέτιση μεταξύ ορθοκολικού καρκίνου στους άνδρες και άκρως επεξεργασμένων τροφίμων βρέθηκε στα έτοιμα για κατανάλωση προϊόντα που βασίζονται στο κόκκινο κρέας, στα πουλερικά και στα ψάρια. Επίσης αυξημένος είναι ο κίνδυνος λόγω μεγάλης κατανάλωσης διαφόρων ποτών και χυμών με ζάχαρη. Από την άλλη, βρέθηκε μείωση του κινδύνου για τον εν λόγω καρκίνο, ιδίως στις γυναίκες, που συχνά έτρωγαν άκρως επεξεργασμένα γαλακτοκομικά, όπως γιαούρτι.
Στη δεύτερη μελέτη, που δημοσιεύθηκε επίσης στο περιοδικό BMJ, οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο Μαριαλάουρα Μπονάτσιο του ιατρικού ινστιτούτου IRCCS NEUROMED, μελέτησαν στοιχεία για σχεδόν 23.000 άτομα με μέση ηλικία 55 ετών. Τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του φαγητού και των ποτών που κατανάλωναν κατά τα τελευταία 14 χρόνια, συσχετίστηκε με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπάθειας ή καρκίνου.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι έκαναν τη λιγότερο υγιεινή διατροφή, με περισσότερα άκρως επεξεργασμένα τρόφιμα, είχαν κατά μέσο όρο 19% μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και 32% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο.
Οι δύο μελέτες ενισχύουν το επιχείρημα ότι είναι θέμα δημόσιας υγείας ο περιορισμός ορισμένων τουλάχιστον τύπων άκρως επεξεργασμένων τροφίμων, ώστε να βελτιωθεί η υγεία του πληθυσμού. Η βασική εναλλακτική λύση, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι η προώθηση και η ευκολότερη πρόσβαση σε τροφές φρέσκες και με τη μικρότερη δυνατή επεξεργασία.
Η ευκολία των προμαγειρευμένων και γρήγορων φαγητών έχει αυξήσει τους κινδύνους για καρκίνο του εντέρου. Οι ερευνητές τόνισαν ότι «τα επεξεργασμένα με χημικό τρόπο τρόφιμα μπορούν να διατηρηθούν περισσότερο στο ράφι, αλλά πολλά από αυτά είναι λιγότερο υγιεινά συγκριτικά με τις μη επεξεργασμένες εναλλακτικές λύσεις. Πρέπει οι καταναλωτές να αποκτήσουν επίγνωση για τους κινδύνους που σχετίζονται με την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ανθυγιεινών τροφίμων και, στη θέση τους, να κάνουν πιο υγιεινές επιλογές».
Σύνδεσμοι για τις επιστημονικές δημοσιεύσεις:
https://www.bmj.com/content/378/bmj-2021-068921 και https://www.bmj.com/content/378/bmj-2022-070688