Πέθανε ο θρύλος του Χόλιγουντ, Κερκ Ντάγκλας
Ο Κερκ Ντάγκλας, ηθοποιός, παραγωγός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, εμβληματική μορφή μιας χρυσής εποχής για το Χόλυγουντ, πέθανε χθες Τετάρτη σε ηλικία 103 ετών, όπως ανακοίνωσε ο γιος του, ο επίσης διάσημος ηθοποιός Μάικλ Ντάγκλας.
Ο θρύλος της έβδομης τέχνης είχε αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Υπέστη εγκεφαλικό το 1996 και καρδιακή προσβολή το 2001.
Τις επτά δεκαετίες που διήρκησε η καριέρα του έπαιξε σε περίπου εκατό ταινίες, ανάμεσά τους στη μεταφορά του βιβλίου «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Ιουλίου Βερν (1954), αλλά και σε φιλμ γουέστερν, δραματικές, αστυνομικές, πολεμικές ταινίες –και, μάλιστα, πολύ συχνά στον ρόλο του σκληρού.
«Με τεράστια θλίψη, τα αδέλφια μου και εγώ ανακοινώνουμε ότι ο Κερκ Ντάγκλας μας άφησε (...) σε ηλικία 103 ετών. Για τον κόσμο, ήταν ένας θρύλος, ένας ηθοποιός της χρυσής εποχής των κινηματογραφικών ταινιών (...), ένας ανθρωπιστής η δέσμευση του οποίου στη δικαιοσύνη και τις υποθέσεις στις οποίες πίστευε τον μετέτρεψαν σε πρότυπο και πηγή έμπνευσης για όλους μας», πάντως «για εμένα και τ’ αδέρφια μου, τον Τζόελ και τον Πίτερ, ήταν απλά ο μπαμπάς», ανέφερε ο Μάικλ Ντάγκλας σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε.
Με ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο, ο Ντάγκλας είχε διάφορες κατακτήσεις αλλά ζούσε από το 1954 με την ίδια γυναίκα, την Αν Μπάιντενς, την οποία είχε συναντήσει στη Γαλλία κι έγινε η δεύτερη σύζυγός του.
Γιος Εβραίων μεταναστών από τη Λευκορωσία, έγινε γνωστός για το εκρηκτικό στιλ πολλών ερμηνειών του, καθώς αποτύπωνε στη μεγάλη οθόνη ιδίως το αίσθημα της οργής και της εξέγερσης εναντίον «της αδικίας», όπως έλεγε ο ίδιος. Μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της κινηματογραφικής βιομηχανίας τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Πρωταγωνίστησε, επίσης, στην προσπάθεια να σπάσει η λεγόμενη «μαύρη λίστα» στο Χόλυγουντ -ο αποκλεισμός ηθοποιών, σκηνοθετών και σεναριογράφων επειδή συνδέονταν με το κομμουνιστικό κίνημα ή θεωρούνταν συμπαθούντες και συνοδοιπόροι τη δεκαετία του 1950. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί πως αισθανόταν μεγαλύτερη υπερηφάνεια γι’ αυτό, παρά για οποιονδήποτε ρόλο του.