Οι «53» απαντούν στον Τσίπρα: «Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;»
Η «αποθέωση» του Ανδρέα Παπανδρέου από τον πρωθυπουργό, με αφορμή τα γενέθλια του ΠΑΣΟΚ και με το «βλέμμα» στις καταιγιστικές εξελίξεις στην Κεντροαριστερά, έχει ξεσηκώσει πολιτικές «θύελλες», οι οποίες όμως δεν περιορίζονται στον «πόλεμο» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. «Μπουρλότο» έχει μάλλον πέσει και στον ΣΥΡΙΖΑ, με τις πληροφορίες που θέλουν «πιστούς συντρόφους» της Αριστεράς να εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για την «πασοκοποίηση», να επιβεβαιώνονται μέσω της απάντησης των «53» στο άρθρο του Αλέξη Τσίπρα.
Άρθρο της Κατέ Καζάντη, το οποίο δημοσιεύεται την Τρίτη στην ιστοσελίδα commonality.gr, που εκφράζει τις απόψεις των «53», παρουσιάζει μία άλλη εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου, από εκείνη για την οποία αρθρογράφησε ο πρωθυπουργός.
Αναφέρει ότι ο Ανδρέας Παπαμδρέου δεν ήταν αριστερός, ότι μόνο σε ορισμένα μέτωπα προώθησε κάποια «περίπου ριζοσπαστικά» μέτρα, ενώ στα περισσότερα άλλα έβαλε νερό στο κρασί του και υποχώρησε, διαρρηγνύοντας το «συμβόλαιο με τον λαό».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι «53» αντιπολιτεύονται τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά, η ομάδα αυτή υπενθυμίζει συχνά πυκνά ότι το κόμμα της Αριστεράς όταν ανέλαβε την εξουσία, αποτελούνταν από πολλές συνιστώσες.
Σημειώνεται πως στην συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλιο, οι «53» ζήτησαν ανασχηματισμό, κάνοντας λόγο για κακή επικοινωνία ανάμεσα σε Κουμουνδούρου και Μαξίμου, με τον επικεφαλής της ομάδας, Ευκλείδη Τσακαλώτο να «καρφώνει» το δεξί χέρι του κ. Τσίπρα, Νίκο Παππά, για απραξία.
Ειδικότερα, ολόκληρο το άρθρο της Κατέ Καζαντή, έχει ως εξής:
«Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;
Τον Σεπτέμβριο του 1938 –λέγεται πως ήταν στις 3 του μηνός-, λίγο πιο έξω απ’ το Παρίσι, διεξήχθη το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς, υπό τον Λέοντα Τρότσκι, προκειμένου να υπηρετηθεί, στον αντίποδα του σταλινισμού, το πρόταγμα της διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αν η υπόμνηση της ημέρας υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού του πολυμήχανου Ανδρέα Παπανδρέου, για την επιλογή της Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, είναι κάτι που η ιστορία δεν θα το μάθει ποτέ.
Ο Α. Παπανδρέου ήταν η εποχή του: χαρισματικός διότι η εποχή του ευνοούσε τους «χαρισματικούς», πρωτοπόρος διότι η εποχή του, του μεγάλου για την Ελλάδα μετασχηματισμού, υπήρξε η εποχή των πρωτοπόρων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων για την Ευρώπη γενικώς, καταφανώς ρεφορμιστής. Και διόλου, μα διόλου, αριστερός –ουδέποτε αυτοορίστηκε τέτοιος-, κάτι που εξάλλου δεν ευνοούσε η εποχή (αυτή των διώξεων των αριστερών) ούτε, βέβαια, η ταξική και η πολιτική του καταγωγή. Χωρίς όμως ταυτόχρονα όλα ετούτα να μειώνουν τον ιστορικό του ρόλο.
Ο Α. Παπανδρέου πέτυχε κάμποσα, πολλά απ’ τα οποία σήμερα, στην εποχή της οπισθοδρόμησης για τα δικαιώματα λαών, φαντάζουν περίπου ριζοσπαστικά. Άλλα αυτονόητα –θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς- και άλλα όχι. Το ΕΣΥ, το οικογενειακό δίκαιο, η αποχουντοποίηση του κράτους, η –σχετική- αναδιανομή του πλούτου είναι κάποια από αυτά. Η πολιτική του, φυσικά, επικρίθηκε από τους δεξιούς αντιπάλους του όπως επίσης και από τους νεοδεξιούς επιγόνους του, με τη γνωστή ρητορική: υπερχρέωσε τη χώρα, εξαιτίας των κοινωνικών παροχών και του κρατισμού. Αλλά η μερική διόγκωση του δημόσιου χρέους και ο δανεισμός εντάσσεται στην οικονομική φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατίας συλλήβδην. Και ο Α. Παπανδρέου δεν έκανε τίποτε περισσότερο από ό,τι οι λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της εποχής. Συμβάδισε, δηλαδή, με τους σοσιαλδημοκράτες κυβερνώντες την τελευταία δεκαετία της επικυριαρχίας τους, η οποία και σταδιακά θάφτηκε στα ερείπια του σοβιετικού μπλοκ. Οι μικρές ανάσες, πάντως, για τον μέσο Έλληνα, και τον μέσο Ευρωπαίο, της μεταπολεμικής, ψυχροπολεμικής εποχής, ήταν γεγονός.
Αλλά σε άλλα ο Α. Παπανδρέου μετέτρεψε το κρασί του σε σκέτο, γάργαρο νεράκι. Στις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, επί παραδείγματι. Στην περιβόητη κρίση του 1987, με επίδικο τον «νόμο Τρίτση» για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, ο Α. Παπανδρέου οπισθοχώρησε ιδεολογικά και πρακτικά. Και έχασε. Ενώ ο νόμος υπερψηφίστηκε –μαζί με ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ-, όχι μονάχα δεν εφαρμόστηκε ποτέ αλλά εν τέλει τη μεγάλη νίκη την κατήγαγε ο τότε αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ο Τρίτσης παραιτήθηκε, ενώ στο υπουργείο Παιδείας τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Α. Παπανδρέου. Ο δε νόμος Τρίτση παραμένει φάντασμα, καθώς ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί.
Για πολλούς, το κόμμα του Α.Π., το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, κατηγοριοποιήθηκε δίπλα στα άλλα ποπουλίστικα κινήματα. Επένδυσε στην αθέατη μάζα, που δεν έβλεπε το πρόσωπό της στους λοιπούς πολιτικούς σχεδιασμούς, έβαλε στο τραπέζι χειραφετητικά προτάγματα, αλλά τα εγκατέλειψε αμέσως μόλις πιέστηκε από τις κατεστημένες δυνάμεις. Αφομοίωσε δηλαδή και εμπέδωσε τον «κακό» λαϊκισμό, παραμερίζοντας τις προσδοκίες της όντως λαϊκής του βάσης και διαρρηγνύοντας το «συμβόλαιο με τον λαό». Στο εσωτερικό θριάμβευε, λενινιστικώ αλλά και σταλινικώ τω τρόπω. Με τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις – διαγραφές, κυρίως στελεχών και μελών με σταθερό αριστερό προσανατολισμό, ο Α.Π. έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του, πολλά άλλα υποσχόμενου, κόμματος. Τα πάντα δε διυλίζονταν από την «τρόικα»: μονάς εν τη τριάδι, Γεννηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος έγιναν το σιδηρούν χέρι κόμματος και κυβέρνησης, ενώ σταδιακά απαξιώνονταν θεσμοί και καταστατικά. Οι συλλογικές αποφάσεις και οι διαδικασίες από τη βάση πέρασαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου διείδε πως θα γράψει ιστορία εκμεταλλευόμενος, όχι την πρωτοπορία των ιδεών, αλλά τις συνθήκες της εποχής. Ό,τι κατάφερε δεν ήταν μόνο υπόθεση των πολιτικών επιθυμιών του, αλλά, κυρίως, αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών συμμαχιών. Κι επειδή «σοσιαλισμός δεν γίνεται σε μία μόνο χώρα», ως ένα ανθρωπολογικό είδος ιδιότυπου τροσκιστή, πέτυχε –αν πέτυχε, ό,τι πέτυχε- για τον λαό διότι η ιστορική συγκυρία της σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης, η οποία και έδινε τη δυνατότητα πολλαπλών συμμαχιών, τον ευνόησε πέρα για πέρα. Μόλις όμως άλλαξε η ιστορική συνθήκη, από το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» πέρασε στην εποχή της λιτότητας, το κόμμα του, τέκνο της εποχής του, διολίσθησε επίσης. Και έγινε το ίδιο συστημικό κατεστημένο, αποκαθιστώντας τάχιστα τις σχέσεις του με τη μεγαλοαστική τάξη. Δημιουργώντας επιπλέον και νέους εκπροσώπους του κεφαλαίου.
Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, με όλα τα ρηξικέλευθά του, ήταν μια όλως άλλη, ενίοτε και αντιθετική, περίπτωση. Επί της ουσίας, στην άλλη μεριά του ποταμού.
Κατέ Καζάντη»