Πολιτική «θύελλα» και μηνύσεις για το πόρισμα του ΚΕΕΛΠΝΟ
Επιμένει στην τακτική του αντιπερισπασμού η κυβέρνηση, επιχειρώντας να αλλάξει την πολιτική ατζέντα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Διατηρώντας στο προσκήνιο τη σκανδαλολογία, το Μέγαρο Μαξίμου εντείνει το κλίμα πόλωσης, στρέφοντας τα «βλέμματα» στην υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ, με τις διαρροές ως προς το πόρισμα του ΣΥΡΙΖΑ να έχουν ξεσηκώσει πολιτικές «θύελλες».
Το πόρισμα, το οποίο είναι προγραμματισμένο να δοθεί σήμερα στα πολιτικά κόμματα, έχει διαρρεύσει σε ιστοσελίδες φίλα προσκείμενες στην κυβέρνηση.
Ένα μεγάλο μέρος του πορίσματος επικεντρώνεται στον Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος προαναγγέλλει μέσω ανάρτησής του στο Twitter ότι θα προχωρήσει άμεσα σε μηνύσεις για κατάχρηση εξουσίας και αγωγές για συκοφανιτκή δυσφήμιση «για όσους βάλουν υπογραφή σε φαντασιώσεις που δεν προέκυψαν από καμία κατάθεση κανενός μάρτυρα και κανενός εγγράφου».
Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ αναφέρει ότι «μετά από σχεδόν δύο χρόνια οι κατηγορίες εναντίον μου είναι: «ενδεχόμενες αποχρώσες ενδείξεις για ηθική αυτουργία σε πλημμελήματα...» φοβερό πόρισμα. Επί της ουσίας μήνυση για κατάχρηση εξουσίας και αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατατίθεται αμέσως».
Στο πόρισμα της πλειοψηφίας της Επιτροπής, έκτασης 158 σελίδων, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ υπογράφουν ότι «το σύνολο των νομικών σκέψεων που αφορούν τόσο το κεφάλαιο της ευθύνης του Α. Γεωργιάδη -μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που συνέλεξε η επιτροπή- θα αποσταλεί στην Δικαιοσύνη, προκειμένου αυτή, με τα μέσα, τα νομικά και ερευνητικά εργαλεία, τις μεθόδους και της δυνατότητες που έχει από το νόμο, διαθέτει τη γνώση και την εμπειρία να προβεί σε περαιτέρω έλεγχο για το αν όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις μας συγκροτούν τις 'επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις', και σε περίπτωση κατάφασής τους να ασκήσει ποινικές διώξεις, εξειδικεύοντας τα αδικήματα και εξατομικεύοντας τις ευθύνες».
Πιο αναλυτικά, στο σκεπτικό αναφέρεται ότι «με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας, το σύνολο των νομικών σκέψεων που αφορούν τόσο το κεφάλαιο της ευθύνης του Α. Γεωργιάδη θα αποσταλεί στην Δικαιοσύνη, προκειμένου αυτή, με τα μέσα, τα νομικά και ερευνητικά εργαλεία, τις μεθόδους και της δυνατότητες που έχει από το νόμο, διαθέτει τη γνώση και την εμπειρία να προβεί σε περαιτέρω έλεγχο για το αν όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις μας συγκροτούν τις 'επαρκείς ενδείξεις', και σε περίπτωση κατάφασής τους να ασκήσει ποινικές διώξεις, εξειδικεύοντας τα αδικήματα και εξατομικεύοντας τις ευθύνες.»
Όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων του ΚΕΕΛΠΝΟ, οι βουλευτές της πλειοψηφίας θέτουν το εξής ερώτημα: «αφού τους είχε ανάγκη για το γραφείο του γιατί δεν τους προσλάμβανε απευθείας ο ίδιος και το υπουργείο του και να τους πληρώνει επίσης ο ίδιος, και γιατί έπρεπε να προσληφθούν και να πληρωθούν από το ΚΕΕΛΠΝΟ, ενώ χωρίς να εργαστούν ΠΟΤΕ και ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑ του ΚΕΕΛΠΝΟ πήγαν κατ' ευθείαν στο γραφείο του; Αυτό δεν αποκαλύπτει το φαινόμενο που η μεν Κρεμαστινού στην Επιτροπή αποκάλεσε 'μακρύ χέρι του Υπουργού', ο δε Παπαδημητρίου ομολόγησε ότι ακριβώς αυτή η φάμπρικα και το κόλπο να προσλαμβάνει και να πληρώνει το ΚΕΕΛΠΝΟ και οι προσληφθέντες να πηγαίνουν κατ' ευθείαν στο Υπουργείο και στο γραφείο του Υπουργού Υγείας αποτελούσαν by pass, δηλαδή 'παράκαμψη' της νομιμότητας;.»
Στο πόρισμα καταλογίζονται ευθύνες για «την τέλεση του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας σε όλα τα αδικήματα» σε βάρος των διοικητικών υπαλλήλων.
«Τα κοινά ποινικά αδικήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαίωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν 'υπουργικά αδικήματα' που έχουν τελεστεί 'κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων', αλλά 'επ' ευκαιρία αυτών', και κατά συνέπεια δεν έχουν υποπέσει στην παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος. Δηλαδή για τα αδικήματα αυτά, πλην της απιστίας που είναι το κατ' εξοχήν υπουργικό αδίκημα, δεν μπορεί να ισχύσει η σύντομη παραγραφή λόγω της παρέλευσης δύο τακτικών συνόδων της Βουλής, που πράγματι έχουν παρέλθει μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα αποκλειστικά αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης δεν είναι αρμόδια η Βουλή, αλλά η τακτική ποινική δικαιοσύνη", ενώ "όσον αφορά τα αδικήματα που φέρονται να έχουν τελεστεί το 2015 και μετά δεν τίθεται κανένα ζήτημα», αναφέρεται.