Τζούφη: Από το 2020 οι αλλαγές στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων
«Προβληματιζόμαστε για το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, όπως προβληματίζεται και όλη η ελληνική κοινωνία» δήλωσε σήμερα η υφυπουργός Παιδείας, Μερόπη Τζούφη, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού - Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων "Πρακτορείο 104,9 FM".
«Λέμε ότι δεν πρέπει η επιτυχία των παιδιών να εξαρτάται από μία και μόνη εξέταση. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια πιο παραγωγική διαδικασία μέσα στο Λύκειο, η οποία όμως θα πρέπει να εξασφαλίζει το αδιάβλητο της βαθμολογίας» ανέφερε και έκανε λόγο για εξετάσεις μέσα στα Λύκεια που θα διαμορφώνουν ένα μέρος του βαθμού, αλλά και τελική εξέταση σε σχολές αυξημένης ζήτησης, όπως είναι οι ιατρικές σχολές, οι νομικές σχολές ή οι σχολές του πολυτεχνείου.
«Συζητάμε από το 2020 και μετά και πρέπει να προηγηθούν πολλά άλλα πράγματα. Κατ αρχήν πρέπει να δούμε το πρόγραμμα σπουδών μέσα στα Λύκεια» διευκρίνισε η υφυπουργός Παιδείας.
Για τις πανελλαδικές εξετάσεις, η κ. Τζούφη επισήμανε ότι διεξήχθησαν ομαλά και δεν υπήρξαν κάποια προβλήματα και τόνισε ότι φέτος είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των εισακτέων. «Είναι περίπου 2300 θέσεις εκ των οποίων περίπου οι 1700 είναι στα πανεπιστήμια και οι υπόλοιπες στα ΤΕΙ» πρόσθεσε.
Για την είσοδο απευθείας από τα τεχνικά λύκεια σε ΑΕΙ, είπε ότι από τα τεχνικά λύκεια έχει δοθεί από πέρυσι η δυνατότητά τους να περνούν φοιτητές στα πανεπιστήμια σε παραπάνω ποσοστό, από αυτό που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, και γνωστοποίησε ότι υπάρχουν σκέψεις να υπάρχει η δυνατότητα σε μια επόμενη φάση, για παράδειγμα στα διετή προγράμματα που καλούνται να ξεκινήσουν τα πανεπιστήμια και τα οποία θα οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα επιπέδου 5.
Ειδικά για το συγκεκριμένο θέμα, έκανε λόγο για απευθείας εισαγωγή των παιδιών από τα τεχνικά επαγγελματικά λύκεια στην ανώτατη εκπαίδευση που θα δίνει και τη διασύνδεση αμέσως με την τοπική οικονομία της περιοχής. «Αλλά αυτά πρέπει να φτιαχτούν και να σχεδιαστούν από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν σε κάθε περιοχή» συμπλήρωσε.
Μεταξύ άλλων, η υφυπουργός Παιδείας επισήμανε ότι την τελευταία διετία έχει αυξηθεί ο προϋπολογισμός της παιδείας, έχουν δοθεί πάνω από 1000 θέσεις μελών ΔΕΠ στα ΑΕΙ, ελήφθη η απόφαση ώστε για κάθε έναν που θα φεύγει από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα να μπορεί να έρχεται κάποιος να παίρνει τη θέση του, ενώ φέτος δόθηκαν επιπρόσθετα 40 εκατ. ευρώ στα ΑΕΙ, για κρίσιμες λειτουργικές τους ανάγκες και έχει διπλασιαστεί ο προϋπολογισμός που έχει δοθεί στην κατεύθυνση της έρευνας. «Ο χώρος της Παιδείας έχει ανάγκη μόνιμων προσλήψεων και ευελπιστούμε ότι μετά τον Οκτώβριο θα έχουμε αυτή τη δυνατότητα» σημείωσε.
Απαντώντας σε ερώτηση για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, υπογράμμισε ότι «μετά από πολύ δύσκολα χρόνια και με θυσίες του ελληνικού λαού ολοκληρώνεται η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια», εκτίμησε ότι η στάση του προέδρου των ΑΝΕΛ δεν προσθέτει κάτι στη συντεταγμένη πορεία της κυβέρνησης και σχολίασε ότι δεν θεωρεί ότι το ονοματολογικό και οι διαφωνίες με τους ΑΝΕΛ μπορεί να οδηγήσουν σε πρόωρες εκλογές. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «υπάρχουν ευρύτερες δυνάμεις στον χώρο της κεντροαριστεράς και βουλευτές που το έχουν δηλώσει δημοσίως ότι θα προχωρήσουν στην ψήφιση αυτής της συμφωνίας».
Σε ό,τι αφορά τις κινήσεις της κυβέρνησης για την επόμενη μέρα σημείωσε: «Συζητούμε για την επαναφορά του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων, στο μεγάλο θέμα των συντάξεων το οποίο συζητείται, λέμε ότι αυτή τη στιγμή επιστρέφουμε τα αναδρομικά που ήταν από το 2012 από τις επικουρικές συντάξεις».
Στο ερώτημα αν η κυβέρνηση προχωρήσει στη μείωση των συντάξεων απάντησε: Από τη στιγμή που ο ασφαλιστικός φορέας είναι πλεονασματικός, σύμφωνα με μελέτες που έχουν κατατεθεί, μπορεί να φτάνει και το ένα δισ., είναι προφανές ότι δεν υπάρχει λόγος σε ένα μέτρο που είχε νομοθετηθεί υπό τον εκβιασμό του ΔΝΤ να υλοποιηθεί και οπωσδήποτε θα βρεθούν αντίμετρα. Υπάρχουν διάφορες σκέψεις και απόψεις, συζητείται το θέμα της 13ης σύνταξης, αλλά και άλλα πράγματα όπως στις χαμηλές συντάξεις χηρείας».