DW για Ελλάδα: Πολλά άλλαξαν, αλλά και πολλά πρέπει να γίνουν
Στις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη μεταμνημονιακή εποχή αναφέρεται σημερινό δημοσίευμα της Deutsche Welle, το οποίο φιλοξενεί συνέντευξη του επικεφαλής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (IW) της Κολωνίας Μίχαελ Χύτερ.
Απαντώντας στο ερώτημα, κατά πόσο μπορεί να γίνεται λόγος για ένα αίσιο τέλος της πολύχρονης και ιδιαίτερα επώδυνης για τους πολίτες περιπέτειας της Ελλάδας, ο Γερμανός οικονομολόγος τονίζει:
«Όχι, δεν είναι όλα καλά, αλλά δεν είναι και τόσο άσχημα όσο ήταν πριν τρία χρόνια, το 2015, με το πολιτικό χάος και τις συνεχείς παλινωδίες. Πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, ωστόσο πολλά πρέπει να γίνουν ακόμη. Πάντοτε ο κίνδυνος σε τέτοιες καταστάσεις είναι να χάσεις τη συνέχεια και να πιστέψεις ότι υπάρχουν άλλες πιο ευνοϊκές λύσεις… Η παραδοχή ότι δεν θα χρειαστεί άλλο πακέτο βοήθειας είναι σημαντική, η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές εξελίχθηκε -υπό τις δεδομένες συνθήκες- ικανοποιητικά και τα τεστ αντοχής των τραπεζών πήγαν επίσης καλά. Υπάρχει λοιπόν σαφής πρόοδος, αλλά σίγουρα δεν είναι όλα καλά, ειδικά όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους όπου υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος».
Η αναγκαστική στροφή του 2015
Πού διακρίνει όμως ο ίδιος ο Χύτερ τη μεγαλύτερη πρόοδο και σε ποια πεδία πρέπει ενδεχομένως να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες;
«Πιστεύω ότι έγινε σαφές πως δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική επιλογή ως προς τη στρατηγική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης […]. Μέχρι το 2015, οπότε ανέλαβαν την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας, αιωρούνταν ότι υπήρχε μια τελείως διαφορετική εναλλακτική λύση. Η πραγματικότητα όμως έδειξε το πρόσωπό της. Το πρόβλημα που έχεις στο σπίτι σου πρέπει να το λύνεις στο σπίτι σου, ενδεχομένως με έξωθεν βοήθεια. […] Αυτό είναι που άλλαξε από το 2015, δεν υπάρχουν πλέον ψευδαισθήσεις για έναν ενδεχομένως πιο εύκολο εναλλακτικό δρόμο».
Ο Γερμανός παραδέχεται ότι έγιναν και λάθη κατά τη διάρκεια της πολύχρονης επιχείρησης διάσωσης της Ελλάδας, τα οποία ο ίδιος αποδίδει πρωτίστως στην έλλειψη εμπειρίας αλλά και στην έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων για την αντιμετώπιση τόσο μεγάλων κρίσεων. «Αναμφίβολα το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα προέβλεπε μέτρα τα οποία δεν είχαν νόημα μακροπρόθεσμα, ωστόσο από την άλλη πλευρά κανείς δεν αμφισβητεί τη γενική κατεύθυνση, η οποία οδηγεί σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέου πλαισίου για τη βιομηχανία και την οικονομία εν γένει».