Παππάς: Ο ειδικός φόρος διαφήμισης επί των MME θα μειωθεί όταν ολοκληρωθεί η αδειοδότηση
Ο Νίκος Παππάς κάλεσε όλες τις πτέρυγες να στηρίξουν την «μετάβαση των σταθμών στη βιωσιμότητα», το πέρασμα του Τύπου σε μια νέα φάση, που θα χαρακτηρίζεται από τη ρύθμιση, την απασχόληση και την δίκαιη φορολόγηση - και προανήγγειλε ότι ανοίγει διάλογος για την εφαρμογή μέτρων ελάφρυνσης σε όλο το χώρο των μέσων ενημέρωσης. 'Αλλωστε, ο φόρος από τη διαφήμιση, αν και είχε ψηφιστεί από το 2010, ουδέποτε καταλογίστηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, και μόλις το 2015 ξεκίνησε η διαδικασία είσπραξής του.
«Η τροπολογία για τη μείωση του φόρου διαφήμισης, έρχεται αφού τελεσφόρησε η διαδικασία της ψηφοφορίας για τον ΕΔΟΕΑΠ- που η προοπτική της λύσης αγκαλιάστηκε από το σύνολο του δημοσιογραφικού κόσμου. Έρχεται αφού η νομοθετική ρύθμιση επικυρώθηκε από τη Βουλή με ευρύτατη πλειοψηφία, κυρίως δε, θα ισχύει για τους σταθμούς που θα έχουν πλέον άδεια από το διαγωνισμό του ΕΣΡ», είπε ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής και υπενθύμισε ότι με το πλαίσιο που έχει θεσπιστεί, τρεις μήνες μετά την επικείμενη αδειοδότηση από το ΕΣΡ, δεν θα λειτουργούν τηλεοπτικοί σταθμοί πανελλαδικής εμβέλειας χωρίς άδεια.
Ο υπουργός υπογράμμισε στο σημείο αυτό, ότι το δημόσιο θα έχει πρόσθετα έσοδα, τα οποία θα προκύψουν από το τίμημα για τις άδειες, από την εισφορά επί του τζίρου που καθιερώνεται στο πλαίσιο της διάσωσης του ΕΔΟΕΑΠ και από τις αυξημένες εργοδοτικές εισφορές, που θα προκύψουν από την αύξηση της απασχόλησης στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. «Σήμερα εργάζονται περίπου στους σταθμούς 1800 συμπολίτες μας - με την ολοκλήρωση της αδειοδότησης θα εργάζονται 2800», είπε ο Νίκος Παππάς και υπογράμμισε ότι οι πανελλαδικοί σταθμοί θα καταβάλλουν 24,5 εκατομμύρια κατ΄ έτος για το τίμημα των αδειών και η ελάφρυνση από τον φόρο διαφήμισης, κατά την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι 15 εκατομμύρια ευρώ. Κατά συνέπεια, το ισοζύγιο θα είναι πολύ θετικό και για την πολιτεία και για τους εργαζόμενους, σημείωσε ο κ. Παππάς.
«Εμείς που με τις ιδιοκτησίες των σταθμών ποτέ δεν μασήσαμε τα λόγια μας και δεν διστάσαμε να υπογράψουμε το χαρτί που μίλαγε για τον καταλογισμό του φόρου διαφήμισης το 2015, λέμε λοιπόν ότι ο φόρος αυτός θα μειωθεί, μόνο όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αδειοδότησης», συμπλήρωσε ο υπουργός, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ.
Ο Νίκος Παππάς υπογράμμισε επίσης ότι για πρώτη φορά περνούν στη «φωτεινή πλευρά του δημοσιογραφικού φεγγαριού», οι εργαζόμενοι στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, και αυτό συμβαίνει χάρη στη συγκρότηση του μητρώου on line media, του οποίου αριθμεί πάνω από 1000 ιστοσελίδες και χάρη στην απόφαση της (σ.σ. συνδικαλιστικής) Ένωσης των δημοσιογράφων, να συμπεριλάβει στις διαδικασίες της, και του εργαζόμενους στα διαδικτυακά μέσα. «Είναι μια απόφαση που άργησε, και δεν ελήφθη από προηγούμενες διοικήσεις των Ενώσεων Συντακτών, παρόλο που αυτές οι διοικήσεις ήταν έτοιμες να πετροβολούν αυτή την κυβέρνηση όταν επιχείρησε να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο», είπε ο υπουργός.
Παράλληλα αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τις ιδιοκτησίες των καναλιών, είχαν κατατεθεί εκ μέρους τους πολλά αιτήματα. Μεταξύ αυτών, ήταν και το αίτημα να αποσυρθεί η ΕΡΤ από τις διαφημίσεις, να χρεώνονται οι δορυφορικές πλατφόρμες 3 ευρώ ανά συνδρομητή, γύρω στα 36 εκατομμύρια το χρόνο δηλαδή, τα οποία να αποδίδονται στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά και να καταργηθεί η εισφορά για τον κινηματογράφο, να μειωθεί ο κατώτατος αριθμός των εργαζομένων, να αρθεί κάθε περιορισμός σε σχέση με την προέλευση κεφαλαίων, να μηδενιστεί ο φόρος διαφήμισης. «Αυτά δεν μπορούσαν, δεν έπρεπε και δεν θα γίνουν αποδεκτά», είπε ο Νίκος Παππάς.
Ειδικά όμως για τον ειδικό φόρο διαφήμισης, ο υπουργός είπε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από πολλούς ως φόρος βαρύς και υπέρμετρος. «Είμαι ο πρώτος που το έχει πει, ότι είναι μεγάλα τα φορολογικά βάρη, και δεν είναι καλό να έχουμε ρυθμίσεις οι οποίες βεβαιώνουν ότι κατ΄ανάγκη οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα μπαίνουν μέσα», είπε. Άλλωστε, όταν οι σταθμοί γίνονται ελλειμματικοί, «αρχίζουν και οι πιέσεις να παρακάμπτονται οι τραπεζικοί κανόνες, οι πιέσεις προς το πολιτικό προσωπικό για άλλες χάρες, η συμπίεση του εργασιακού κόστους και βεβαίως η καταρράκωση της ποιότητας των προγραμμάτων», πρόσθεσε.
«Η επιθυμία λοιπόν της πολιτείας και της κυβέρνησης που έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να ρυθμίσει αυτό το τοπίο, είναι να υπάρχουν βιώσιμοι τηλεοπτικοί σταθμοί, και στο πλαίσιο αυτό κινούμαστε», είπε ο Νίκος Παππάς και σημείωσε ότι «αυτός ο νόμος που ψηφίστηκε το 2010 δεν καταλογίστηκε και δεν εισπράχθηκε ποτέ μέχρι το 2015, διότι αναβάλλονταν κάθε 31η Δεκεμβρίου για την επόμενη χρονιά - και ξεκίνησε, ω του θαύματος να εισπράττεται από το 2015 και μετά, με αποτέλεσμα το δημόσιο να εισπράξει 90 εκατομμύρια ευρώ».
«Ποτέ δεν θα είχαν εισπραχθεί αυτά τα χρήματα αν δεν υπήρχε η πολιτική βούληση και η αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε», είπε ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής και τόνισε ότι αυτός ο νόμος είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, ως μοχλός πίεσης για την πολιτική υποστήριξη προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ο υπουργός ανακοίνωσε ότι το επόμενο διάστημα ανοίγει ευρύτατος διάλογος για την εξισορρόπηση των βαρών και για όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία θα είναι επίσης υπόχρεα της νέας επιβάρυνσης που έχει θεσπιστεί. «Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τα ζητήματα. Γι΄αυτό τις επόμενες εβδομάδες, θα ανοίξουμε συστηματικό και συμπαγή, διαυγή και ανοιχτό διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν των τηλεοπτικών σταθμών. Γνωρίζουμε ότι ο χώρος του Τύπου περνάει δυσκολίες και θα αναζητήσουμε ποια άλλα μέτρα μπορούν να ληφθούν, ώστε η στήριξη του ταμείου των δημοσιογράφων να μην σκοντάφτει πάνω στις υπαρκτές δυσκολίες των μέσων ενημέρωσης» ανέφερε ο κ. Παππάς. Όπως υπάρχει αυτό το μέτρο εξισορρόπησης για τους τηλεοπτικούς σταθμούς, έτσι θα πρέπει αντίστοιχα να υπάρξουν μέτρα για την εξισορρόπηση του κόστους στη συνδρομητική τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στον έντυπο Τύπο. Αποκάλυψε μάλιστα ότι το υπουργείο έχει κωδικοποιήσει τα μέτρα που ισχύουν σε άλλες χώρες, και επεξεργάζεται το πώς θα μπορούσαν αυτά να λειτουργήσουν σε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και να υπάρξουν συναντήσεις με τους ιδιοκτήτες των μμε για να ολοκληρωθεί η μετάβαση στη βιωσιμότητα.