Κριτική Τσίπρα στην κυβέρνηση για οικονομία, πληθωρισμό και κοινωνικές ανισότητες
Μαγνητοσκοπημένο μήνυμα απηύθυνε στο ετήσιο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας.
Στο μήνυμά του ο κ. Αλέξης Τσίπρας ανέλυσε τις μεγάλες προκλήσεις της τρέχουσας περιόδου αλλά και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη χώρα προκειμένου να τις αντιμετωπίσει επιτυχώς
«Βιώνουμε μια περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων και αστάθειας, μετά την πανδημική κρίση, η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση έχουν επιφέρει τρομακτικές συνέπειες και ανακατατάξεις, τόσο γεωπολιτικές όσο και οικονομικές. Η ανασφάλεια, η αύξηση των ανισοτήτων, η πληθωριστική κρίση επιφέρουν με τη σειρά τους κοινωνικές εντάσεις και πολιτική αστάθεια», είπε χαρακτηριστικά, ενώ έκανε αναφορά και στη νέα άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού σε Ιταλία και Σουηδία.
Όπως σημείωσε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «σε αυτό το ασταθές πλαίσιο, δεν χρειαζόμαστε εύκολα και φανταχτερά λόγια αλλά προοδευτικές και σύγχρονες λύσεις που θα διασφαλίζουν τόσο την κοινωνική συνοχή όσο όμως και το υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε να εξασφαλίσουμε βιώσιμες επενδύσεις και δίκαιη, συμπεριλητπική ανάπτυξη». Τόνισε, δε, την ανάγκη για «θεσμική υπευθυνότητα, σεβασμό στο κράτος δικαίου και στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος», προκειμένου να υπάρξει «πολιτική και οικονομική σταθερότητα».
Συνεχίζοντας, ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στα όσα πέτυχε η προηγούμενη κυβέρνηση, όσον αφορά στην έξοδο από την οικονομική κρίση, αλλά και την συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία, «βάζοντας μπροστά το πατριωτικό συμφέρον» και «αψηφώντας το πολιτικό κόστος». Επιπλέον, υπογράμμισε πως με αντίστοιχο τρόπο πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι σημερινές προκλήσεις, με «σύγχρονες και προοδευτικές απαντήσεις» και όχι «με βάση το παλιό παραγωγικό μοντέλο που χρεωκόπησε, ούτε με επικοινωνία», αφήνοντας αιχμές για τις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεταξύ άλλων άσκησε κριτική στην κυβέρνηση για την «αποτυχία» της στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων με αποτέλεσμα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα να έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης αλλά και για το σκάνδαλο των υποκλοπών που «κλονίζει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τη δικαιοσύνη». Σε αυτό το πλαίσιο, είπε, «ούτε η οικονομία μπορεί να είναι σταθερή ούτε το πολιτικό σύστημα αξιόπιστο ούτε όμως και η δημοκρατία να λειτουργήσει». «Η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ κοινωνική ειρήνη και πολιτική σταθερότητα. Δυστυχώς ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να προσφέρει η σημερινή κυβέρνηση», δήλωσε ο κ. Τσίπρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για «ένα συνεκτικό, αναπτυξιακό σχέδιο» που να «παντρεύει τη δημοσιονομική ισορροπία με τη στρατηγική παροχής ουσιαστικών κινήτρων για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων σε τομείς αιχμής», κάτι που όπως τόνισε, ήταν και «η βάση της συνεργασίας με ΗΠΑ σε τομείς όπως η ενέργεια, η αμυντική βιομηχανία, τα ναυπηγεία».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνέχισε, σημειώνοντας πως και τώρα αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι «η συνέχεια ενός τέτοιου προγράμματος», ενώ «για την αντιμετώπιση πληθωρισμού απαιτείται ισορροπία σε μέτρα ενίσχυσης των μισθών, διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και αναβάθμισης των υπηρεσιών κοινωνικού κράτους, με μείωση του κόστους που επιμερίζεται στους πολίτες». «Απαιτείται ελάφρυνση της υψηλής έμμεσης φορολογίας και εντατικοποίηση των θεσμικών και ελεγκτικών παρεμβάσεων για τη λειτουργία των αγορών. Απαιτούνται στοχευμένες ενισχύσεις των επιχειρήσεων, ουσιαστική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων που θα στηρίζουν επενδύσεις σε ΑΠΕ από ΜμΕ και νοικοκυριά και αναδιανεμητικά μέτρα που θα επιστρέφουν τα όποια υπερβολικά κέρδη στην κοινωνία. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς και στη δικαιοσύνη, ώστε να ενισχυθεί η ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας, η λογοδοσία, η διαφάνεια», συμπλήρωσε και κατέληξε πως «πολίτες και επενδυτές πρέπει να αποκτήσουν εμπιστοσύνη σ' ένα σύγχρονο κράτος, μακριά από μεγάλα και σκοτεινά συμφέροντα», κάτι που, όπως τόνισε, θα δώσει νέα ώθηση στις επενδύσεις, στο πλαίσιο και της «πολύτιμης ελληνοαμερικανικής συνεργασίας».