Συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν: Νέα αρχή και ένα «ήρεμο καλοκαίρι»
Σε θετικό γενικά κλίμα πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Δευτέρας, η συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν, που διήρκεσε μία περίπου ώρα.
Όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, κατά την πολυαναμενόμενη συνάντηση, «έσπασε ο πάγος», με τις δύο πλευρές να συμφωνούν πως πρέπει να «αφήσουν πίσω την ένταση του 2020, παρά τις πολύ σημαντικές διαφωνίες που υπάρχουν».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, συμφωνήθηκε να αποφεύγονται οι προκλήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε «δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις», ενώ ανατροπή της τελευταίας στιγμής, αποτέλεσε η αίτηση της τουρκικής προεδρίας για συμμετοχή στη συνάντηση του στενού συνεργάτη του κ. Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, σε ρόλο μεταφραστή, με τον Κ. Μητσοτάκη να δέχεται, υπό τον όρο να συμμετάσχει και η διπλωματική του σύμβουλος, Ελένη Σουρανή.
Πηγές που επικαλείται η «Καθημερινή», αναφέρουν πως η ελληνική πλευρά έχει κάθε πρόθεση να προχωρήσει τη θετική ατζέντα των 25 σημείων που διατυπώθηκε πρόσφατα από κοινού από τους αρμόδιους υφυπουργούς Εξωτερικών, Φραγκογιάννη και Ονάλ.
Ωστόσο, καθώς οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, με κορυφαία το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, παραμένουν, οι διερευνητικές επαφές και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την Αθήνα, πρέπει να συνεχιστούν.
Στο «τραπέζι» των συζητήσεων τέθηκε και το ζήτημα του προσφυγικού, στο οποίο η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να συνεργαστεί με την Τουρκία, στον βαθμό που δεν θα επαναληφθούν προκλήσεις όπως αυτές που σημειώθηκαν στον Εβρο τον Μάρτιο του 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τις ίδιες κυβερνητικές πηγές, ο κ. Μητσοτάκης μετέφερε ότι θα ήταν ένδειξη καλής θελήσεως να δεχθεί η Τουρκία τους 1.450 μετανάστες, των οποίων τα αιτήματα ασύλου έχουν απορριφθεί τελεσιδίκως από τις ελληνικές αρχές. Το ελληνικό αίτημα για τις επιστροφές εκκρεμεί από τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ έχει παρέμβει επ’ αυτού και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά τη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Τούρκος πρόεδρος τάχθηκε υπέρ του απευθείας διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών και εξέφρασε την εκτίμηση ότι το 2021 θα είναι μια «ήσυχη χρονιά» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«Με τον κ. Μητσοτάκη είχαμε μια καλή συνάντηση. Του πρότεινα και στο Αιγαίο ή σε άλλες περιοχές όταν προκύπτουν ζητήματα να μην εμπλέκουμε τρίτα πρόσωπα ή τρίτες χώρες. Οταν προκύπτουν δυσκολίες, εσείς άνετα να με καλείτε από την ειδική γραμμή, όπως κι εγώ να καλώ εσάς. Και ως Ελλάδα και Τουρκία να κάνουμε βήματα χωρίς να προκύπτουν δυσκολίες», φαίνεται να τόνισε ο Τ. Ερντογάν.
Σημειώνεται ότι η Αθήνα επιβεβαιώνει τα περί απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών, αλλά όχι τα περί «κόκκινης γραμμής».
Όπως ανέφερε ο Τ. Ερντογάν, πρότεινε και μια φόρμουλα για να αποσύρονται από το τραπέζι των διαβουλεύσεων κάποια ζητήματα διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, ενώ νωρίτερα, στο βιντεοσκοπημένο μήνυμά του προς το Brussels Forum, που διεξήχθη παράλληλα με τη Σύνοδο Κορυφής, δήλωσε ότι η «αναζωογόνηση των καναλιών διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας συμβάλλει στη σταθερότητα και την ευημερία» στην ευρύτερη περιοχή, «αλλά και στην επίλυση των διμερών ζητημάτων». Ο Τούρκος πρόεδρος πρόσθεσε ότι η χώρα του καθοδηγείται στις σχέσεις της με τους γείτονές της από τις αρχές της δικαιοσύνης, της ισότητας και του διεθνούς δικαίου, αλλά και του «σεβασμού των αμοιβαίων δικαιωμάτων και συμφερόντων».
«Δεσμευόμαστε να ενισχύσουμε τις διαβουλεύσεις όταν απειλείται η ασφάλεια και η σταθερότητα ενός συμμάχου ή όταν βρίσκονται σε κίνδυνο οι θεμελιώδεις μας αξίες και αρχές», αναφέρεται μεταξύ των θέσεων του ανακοινωθέντος της Συνόδου.
Πρόκειται για διατύπωση που θα μπορούσε να αφορά και απειλή από το εσωτερικό της Συμμαχίας – και είναι κάτι που έχει θέσει η Αθήνα στο παρελθόν σε σχέση με την Τουρκία, επικαλούμενη το άρθρο 4 του καταστατικού χάρτη του ΝΑΤΟ.