ΣΥΡΙΖΑ: «Ναι» στα Rafale αλλά ζητά διευκρινήσεις για τις συμβάσεις
Κριτική στην κυβέρνηση ότι κινείται χωρίς καμία στρατηγική και σοβαρότητα σε ότι αφορά τις αμυντικές δαπάνες της χώρας , ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε σημερινή του ανακοίνωση με αφορμή «την πρόθεση της κυβέρνησης να εισαγάγει ως νομοσχέδιο στο κοινοβούλιο τις συμβάσεις απευθείας αναθέσεων προς ιδιωτικές εταιρείες και μάλιστα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Στην ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει: "Σήμερα στην αρμόδια Επιτροπή εξοπλιστικών προγραμμάτων της Βουλής επιβεβαιώθηκε η ορθότητα της απόφασης του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία να μην δώσει λευκή επιταγή στην κυβέρνηση, που κινείται χωρίς καμία στρατηγική και σοβαρότητα σε σχέση με τις αναγκαίες αμυντικές δαπάνες της χώρας".
Ακολούθως υπογραμμίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επί της αρχής θετικός στην αγορά των Rafale, δεδομένης και της σχετικής εισήγησης από την στρατιωτική ηγεσία της χώρας, ωστόσο:
1. Ζητάμε διευκρινίσεις για τις συμβάσεις, καθώς τίθεται σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής είναι ελλιπέστατες. Απαιτείται πλήρης ενημέρωση για κάθε ευρώ που θα δαπανηθεί. Επιφυλαχθήκαμε στην Επιτροπή, τονίζοντας ότι η τελική μας θέση θα καθοριστεί μετά την κατάθεση των συμβάσεων από την Κυβέρνηση.
2. Ζητάμε να γίνει σαφές ποια είναι η στρατηγική για την αγορά και αξιοποίηση φρεγατών, που έχει προτεραιότητα, δεδομένου ότι υπήρξαν μείζονες και πολύμηνες παραβιάσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στη θάλασσα τον τελευταίο χρόνο από την Τουρκία.3. Ζητάμε να έχουμε σαφή ενημέρωση για την προοπτική αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, (ενδεχομένως και με τις ΗΠΑ) όπως η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει προαναγγείλει. Η έλλειψη μια τέτοιας συμφωνίας τους τελευταίους μήνες ήταν εμφανής σε αμυντικό και διπλωματικό επίπεδο.
Καταλήγοντας ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «συνεχίζει να κινείται τελείως αλλοπρόσαλλα, χωρίς πυξίδα, χωρίς αυτοκριτική και με αντιφατικές δηλώσεις στην αμυντική και εξωτερική πολιτική, παρά την πιο σοβαρή κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας της τελευταίας 25ετίας και τη δεινή ήττα για τα συμφέροντα της χώρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο».