Ένταση στη Βουλή για την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος
Στο πλαίσιο έντονης αντιπαράθεσης συνεδρίασε σήμερα, Πέμπτη, η Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος επί της τρίτης θεματικής ενότητας αναθεωρητικών διατάξεων, που αφορούσε θέματα λειτουργίας κυβέρνησης και Βουλής.
Μόνο μία διάταξη πήρε στη σημερινή αναθεωρητική διαδικασία το «πράσινο φως» και ήταν η πρόταση της ΝΔ για το δικαίωμα της μειοψηφίας να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, την οποία χαρακτήρισαν θετική και τα πέντε κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ 25.
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για αποκλειστική βουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού και εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας απορρίφθηκαν από τη ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ.
Το ΜέΡΑ25 και η Ελληνική Λύση τάχθηκαν υπέρ της υποχρεωτικής βουλευτικής ιδιότητας του πρωθυπουργού ωστόσο διαφώνησαν ως προς το σκεπτικό της εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας. Παράλληλα, ζήτησαν βελτιωτικές αλλαγές και ως προς το δικαίωμα της μειοψηφίας για κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Στο επίκεντρο της σημερινής αναθεωρητικής διαδικασίας ήταν:
Το άρθρο 37: Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διερευνητικές εντολές .
Το άρθρο 38: Αδυναμία πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντα του.
Το άρθρο 68: Δικαίωμα της μειοψηφίας για Εξεταστικές Επιτροπές.
Το άρθρο 84: Σχέσεις Βουλής και κυβέρνησης.
Ο εισηγητής της ΝΔ Κώστας Τζαβάρας, απέρριψε και τις δύο προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για υποχρεωτική κοινοβουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού και για εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας, υποστηρίζοντας ότι «δεν προσφέρουν στη πολιτική ζωή του τόπου κάτι συγκεκριμένο, χρήσιμο και λειτουργικό».
Σημείωσε δε, ότι σε δύο πολύ κρίσιμες πολιτικές περιόδους της χώρας, ανέλαβαν τη πρωθυπουργία δύο μη πολιτικά πρόσωπα, ο Ξενοφών Ζολώτας τη περίοδο 1989-1990 και ο Παναγιώτης Πικραμένος 16 Μαΐου -20 Ιουνίου και άσκησαν με επιτυχία τα πρωθυπουργικά καθήκοντα τους.
Παράλληλα, υπεραμύνθηκε της πρότασης του κόμματος του για το δικαίωμα της μειοψηφίας να συγκροτεί δύο Εξεταστικές Επιτροπές ανά κοινοβουλευτική περίοδο εφόσον υπερψηφιστεί από τη πλειοψηφία των 2/5 της Βουλής, δηλαδή από 120 βουλευτές.
«Η πρόταση συνεισφέρει στην ομαλοποίηση και στην ουσιαστική λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Αναγνωρίζεται ουσιαστικά και αποτελεσματικά το δικαίωμα της μειοψηφίας να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο», υπογράμμισε.
Ο κ. Τζαβάρας, χαρακτήρισε «απολύτως θετική» τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσει τη πρόταση της ΝΔ, τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων για ουσιαστικές και λειτουργικές συνταγματικές τροποποιήσεις.
«Μπορούμε μέχρι τέλους της αναθεωρητικής διαδικασίας να έχουμε συζητήσεις, και σε πνεύμα συνεννόησης και συναίνεσης να βρούμε κοινό τόπο σε εκείνα τα σημεία που όλες οι πλευρές συγκλίνουν. Δεν πρέπει αυτή η αναθεώρηση να φύγει χωρίς να αξιοποιηθεί», ανέφερε ο κ. Τζαβάρας.
Ταυτόχρονα, απέρριψε τις αιτιάσεις του εισηγητή του ΚΙΝΑΛ Ανδρέα Λοβέρδου ότι αυτή η αναθεώρηση θα είναι μια χαμένη ευκαιρία.
«Είναι καρποφόρα η συζήτηση που γίνεται. Δεν θα είναι μια χαμένη ευκαιρία παρόλο που θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε σε περισσότερα πράγματα όπως στα άρθρα, 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και 24 για το περιβάλλον. Αφήσαμε μια ευκαιρία να κάνουμε κανόνες για το απαράδεκτο φαινόμενο της Βουλής να παράγονται αντισυνταγματικοί νόμοι που εκπίπτουν μετά από το ΣτΕ. Έπρεπε να το αξιολογήσουμε σωστά», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τζαβάρας.
Χαρακτήρισε επίσης θετικό που ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί στην αποσύνδεση της διάλυσης της Βουλής από την αποτυχημένη προσπάθεια για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι «ωρίμασαν μέσα από το διάλογο και τη πολιτική ζωή ορισμένα σημεία».
«Πιστεύω, μέχρι τέλος της διαδικασίας θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες και θα μείνει στην ιστορία αυτή η αναθεώρηση γιατί όλες οι πλευρές προσήλθαν με επεξεργασμένες προτάσεις και ποιότητα κοινοβουλευτικού διαλόγου. Μην χάσουμε λοιπόν την ευκαιρία. Η σημερινή μέρα ήταν θετική και θα συνεχίσουμε σε αυτό το πνεύμα- και δεν θα απογοητεύσουμε», κατέληξε ο εισηγητής της ΝΔ.
Από την πλευρά της, η ειδική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, χαρακτήρισε ιδιαίτερα θετική τη πρόταση της ΝΔ για το δικαίωμα της μειοψηφίας να συγκροτεί Εξεταστικές Επιτροπές και ξεκαθάρισε ότι το κόμμα της θα την υπερψηφίσει.
Παράλληλα, έδωσε έμφαση στην αναγκαιότητα των συνταγματικών αλλαγών που προτείνει το κόμμα της, επισημαίνοντας ότι τα μνημόνια που εφαρμόστηκαν κατά τη περίοδο της οικονομικής κρίση της χώρας δημιούργησαν αποσταθεροποίηση και προβλήματα στους θεσμούς, στη κοινοβουλευτική λειτουργία αλλά και δυσπιστία στους πολίτες.
Μίλησε «για οικονομικά και εξωθεσμικά κέντρα που οδήγησαν σε δημοκρατικό έλλειμμα, αποδυναμώνοντας και δοκιμάζοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς» και τόνισε την επιτακτική ανάγκη να στηριχθεί η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, που στοχεύει, όπως είπε, «στην ενίσχυση της έκφρασης και της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και στην αναγκαιότητα τόσο της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής όσο και της κατοχύρωσης της αυτονομίας της εκτελεστικής εξουσίας και της αποκατάστασης της λαϊκής εμπιστοσύνης και της τιμής του πολιτικού συστήματος».
«Μπορούμε να βρούμε ευρύτερη συναίνεση. Θεωρούμε ότι η πρόταση μας να είναι κοινοβουλευτικός ο πρωθυπουργός έχει νόημα και γιατί πρέπει να εκφράζεται η λαϊκή βούληση και διότι πρέπει να βλέπουμε το μέλλον. Υπάρχει θεσμική ανασφάλεια στο διεθνές περιβάλλον και την ΕΕ, πρέπει να κατοχυρώσουμε τη λειτουργία του κοινοβουλίου και την αυτονομία της εκτελεστικής εξουσίας», τόνισε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ και συμπλήρωσε: «Η συνταγματική πρόνοια για την πρόταση εποικοδομητικής δυσπιστίας είναι απόλυτα αλληλένδετη για ένα μόνιμο εκλογικό σύστημα απλής αναλογική και απαντά στην ανάγκη γνήσιας έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας και στις συνεργασίες κομμάτων».
Και η κ. Ξενογιαννακοπούλου κατέληξε: «Εμείς πιστεύουμε ότι αυτή η συνταγματική αναθεώρηση είναι μια μεγάλη ευκαιρία να ενισχύσουμε την δημοκρατική νομιμοποίηση και αυτονομία της εκτελεστικής εξουσίας, να ενισχύσουμε τη γνήσια αποτύπωση της λαϊκής έκφρασης ώστε να είναι όχημα για να νιώσουν οι πολίτες αυξημένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Δεν πρέπει να απαξιώσουμε μια τόσο σημαντική διαδικασία. Μπορεί να έχουμε διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο, όμως υπάρχει η βούληση και η ανάγκη να βρούμε συναινέσεις έστω και σε περιορισμένες διατάξεις που σε καμία περίπτωση δεν είναι αμελητέες».
Ο εισηγητής του ΚΙΝΑΛ Ανδρέας Λοβέρδος ξεκαθάρισε ότι υπερψηφίζει τη πρόταση της ΝΔ, ενώ επανέλαβε την άποψη του ότι θα πάει χαμένη η ευκαιρία για ουσιαστικές συνταγματικές αλλαγές, κάνοντας λόγο για την πιο απαξιωμένη αναθεωρητική διαδικασία. «Επιβεβαιώνεται και από τη σημερινή συζήτηση, η άποψη μας ότι δεν θα αναθεωρηθούν σημαντικά άρθρα του συντάγματος όπως το 86 και το 16. Καλούμε τη ΝΔ να το ξανασκεφτεί γιατί θα χάσουμε άλλα 9 χρόνια με αυτή την αναθεώρηση για να τα αλλάξουμε. Η πρόταση της για το δικαίωμα της μειοψηφίας μπορεί να γίνει και με αλλαγή του κανονισμού», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Λοβέρδος και συμπλήρωσε:
«Είναι η πιο απαξιωμένη διαδικασία αναθεώρησης μετά το Σύνταγμα του 1975. Τώρα λειτουργούμε στο απόλυτο κενό επιλύοντας προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πολιτική ελίτ. Θα είναι μια σημειακή αναθεώρηση, χωρίς πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, για να λύσουμε προβλήματα που εμείς δημιουργούμε».
Ο κ. Λοβέρδος διαφώνησε με τη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που αποκλείει μη κοινοβουλευτικά πρόσωπα να είναι πρωθυπουργοί, υπογραμμίζοντας ότι «είναι προσβολή στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα». Χαρακτήρισε πάντως ενδιαφέρουσα τη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για δημιουργική πρόταση δυσπιστίας, σημειώνοντας ότι το κόμμα του θα εξετάσει αν είναι και χρήσιμη.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας, διευκρίνισε ότι το κόμμα του θα υπερψηφίσει μόνο τη πρόταση της ΝΔ για το δικαίωμα της μειοψηφίας απορρίπτοντας τις υπόλοιπες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα, κατηγόρησε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ότι «βασικός τους στόχος είναι να εμπεδώσουν και να οριοθετήσουν μέσα από το Σύνταγμα τη κυβερνητική σταθερότητα εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία της Βουλής ώστε να θωρακιστεί το πολιτικό σύστημα απέναντι σε κοινωνικούς τριγμούς».
«Οι βασικές προτάσεις τους συγκλίνουν, όπως η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και έχουν ήδη προχωρήσει στις αναγκαίες προσαρμογές στο πεδίο της οικονομίας με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου», ανέφερε ο κ. Γκιόκας και συνέχισε την επίθεση προς τα δύο κόμματα λέγοντας: «Θέλετε ένα Σύνταγμα που σε συνθήκες κρίσης στο μέλλον θα είναι θωρακισμένο ώστε να μην διαταράσσεται η άσκηση της κυρίαρχης πολιτικής σας από την αντίδραση του λαϊκού παράγοντα. Είστε στο ίδιο μήκος κύματος για τη συνταγματοποίηση σταθερών κυβερνήσεων».
Τέλος, ανέφερε ότι το κόμμα του «καταψηφίζει τη συνταγματοποίηση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, την καταγγέλλει και δηλώνει ότι διαφωνεί ριζικά στη προσπάθεια να εμπεδωθεί η κυβερνητική πολιτική σταθερότητα».
Ο εισηγητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας, τάχθηκε υπέρ της πρότασης της ΝΔ για το δικαίωμα της μειοψηφίας στην άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου. Συμφώνησε επίσης και στη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για υποχρεωτική βουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού, «τονίζοντας ότι ο λαός ψηφίζει με βάση τον αρχηγό ενός κόμματος και δεν μπορεί να αιφνιδιάζεται». Διαφώνησε ωστόσο με τη πρόταση της εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ καταλογίζοντας σκοπιμότητα με στόχο να προκληθεί κομματικό εσωτερικό πρόβλημα.
Η εισηγήτρια του ΜέΡΑ25 Αγγελική Αδαμοπούλου, τάχθηκε υπέρ της αλλαγής του άρθρου 37 για την βουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού, καθώς όπως είπε, ενισχύει τη λαϊκή κυριαρχία. Ωστόσο, χαρακτήρισε εσφαλμένη την εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας και ξεκαθάρισε ότι το κόμμα της δεν θα την ψηφίσει.
Για το δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας για Εξεταστικές Επιτροπές, συντάχθηκε με τις τροποποιήσεις που ζητούν ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ, ώστε να υποβάλλεται η πρόταση από μικρότερο αριθμό βουλευτών και διαφώνησε στο περιορισμό που θέτει η ΝΔ να γίνονται ανά δύο στο διάστημα της κοινοβουλευτικής περιόδου, χαρακτηρίζοντας επιβεβλημένη την εξάλειψη του. «Αυτός ο ανεπίτρεπτος περιορισμός είναι ο ορισμός της τυραννίας. Στερεί αυθαίρετα από τη μειοψηφία με συνταγματική επιταγή το δικαίωμα να διεκδικεί τη διερεύνηση κρίσιμων ζητημάτων ακόμα και για θέματα δημοσίου συμφέροντος», ανέφερε η κ. Αδαμοπούλου.