Με δεύτερη εξεταστική επιτροπή «απαντά» η ΝΔ στο «φιάσκο του αιώνα»
Με τη σύσταση μίας δεύτερης εξεταστικής επιτροπής (μετά από εκείνη που θα αφορά το καλοκαίρι του 2015 και την περίοδο Βαρουφάκη ) για τα όσα συνέβησαν με την υπόθεση Novartis «απαντά» η ΝΔ στην κυβέρνηση και στα όσα λέγονται περί πιθανών πολιτικών ευθυνών για «γαλάζια στελέχη».
Τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής προανήγγειλε χθες ο αντιπρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος επέμεινε στα περί σκευωρίας και γελοιότητας των ισχυρισμών της κυβέρνησης.
Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί συνέχεια της οξύτατης επίθεσης, που έχει εξαπολύσει ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος εκτός από την μήνυση που έχει καταθέσει κατά των κ.κ. Τσίπρα και Παπαγγελόπουλου, έχει κάνει λόγο για απόπειρα πολιτικής εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ και έχει δηλώσει ότι «θα τους πάει μέχρι το τέλος».
Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης παρενέβη χθες - 24 ώρες μετά από πόρισμα της Δικαιοσύνης - και μιλώντας στο πλαίσιο συνάντησης του με τους πρέσβεις των χωρών - μελών της ΕΕ στην Ελλάδα: «Η σκευωρία της Novartis, στην οποία η κυβέρνηση ενέπλεξε 10 πολιτικά πρόσωπα, είναι δυστυχώς μόνο ένα ενδεικτικό παράδειγμα της αντίληψης, που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση για τους θεσμούς και του κράτους δικαίου».
Την ίδια ώρα, η ΝΔ επιμένει να θέτει ερωτήματα και σε ό,τι αφορά την υπόθεση Πετσίτη αλλά και για την Γ.Γ. για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Χθες, επανήλθε στο αίτημά της για άμεση απομάκρυνσή της μετά μάλιστα από την αποκάλυψη ότι ήταν μέλος του Δ.Σ. εργοληπτικής εταιρείας.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΝΔ που περιοδεύει σήμερα στις Κυκλάδες, παρουσίασε με συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters τους βασικούς στόχους της κυβερνητικής του πολιτικής. «Υπερφορολόγησαν τους πολίτες και γι’ αυτό σχεδιάζω να τους επιστρέψω μέρος αυτών, που τους πήρε αχρείαστα το κράτος. Και το ίδιο θα κάνω και με τις επιχειρήσεις, προκειμένου να επανεπενδύσουν τα έσοδά τους και να αναπτυχθεί η οικονομία», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Μητσοτάκης επαναβεβαιώνει την πρόθεσή του να επαναδιαπραγματευθεί τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα πρέπει να πέσουν - όπως τονίζει - στο 3,5%. Περιγράφει, τέλος, ένα τολμηρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και δίνει έμφαση στην ανάγκη αύξησης της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης.