Διώξεις για τα δάνεια ΝΔ-ΠΑΣΟΚ λίγο πριν τις εκλογές
Ερωτηματικά και μάλιστα ενόψει κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων προκαλεί η απόφαση της Οικονομικής Εισαγγελίας να ζητήσει ποινικές διώξεις εις βάρος 115 προσώπων για τα δάνεια, που είχαν λάβει στο παρελθόν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Μετά από μακροχρόνια έρευνα που διενέργησε ο εισαγγελέας Γιώργος Καλούδης, η δικογραφία που σχηματίστηκε διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, από την οποία η Οικονομική Εισαγγελία ζητά να ασκήσει ποινικές διώξεις σε περίπου 115 εμπλεκόμενους από τις τράπεζες και από τα κόμματα -είτε ήταν υπεύθυνοι των οικονομικών τους την επίμαχη περίοδο είτε υπογράφοντες επίμαχες δανειακές συμβάσεις. Η κατηγορία για τους τραπεζικούς υπαλλήλους αφορά το αδίκημα της απιστίας, ενώ για τους υπευθύνους των δύο κομμάτων για ηθική αυτουργία στην απιστία.
Σύμφωνα με την εισαγγελική εκτίμηση, τα συνολικά ποσά των επίμαχων δανειοδοτήσεων για κάθε κόμμα υπερβαίνει τα 200 εκατομμύρια ευρώ, δάνεια που η Οικονομική Εισαγγελία σύμφωνα με πληροφορίες θεωρεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά.
Παράλληλα η Οικονομική Εισαγγελία με διάταξή της ζητά να τεθεί στο αρχείο το σκέλος της έρευνας που αφορά δάνεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Η Εισαγγελία διαπιστώνει πως τα δάνεια των δύο, δεν έχουν κανένα ποινικό ενδιαφέρον είτε γιατί έχουν εξοφληθεί πλήρως είτε γιατί μέσω ρυθμίσεων εξυπηρετούνται κανονικά.
Η έρευνα του κ. Καλούδη τέθηκε στο αρχείο μετά από τροπολογία το 2013 από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και ανακινήθηκε το 2017 μετά από παραγγελία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Ο εισαγγελέας είχε καταλήξει με πόρισμά του, πως οι επίμαχες δανειοδοτήσεις εγκρίνονταν και χορηγούνταν χωρίς καμία εξασφάλιση για τις τράπεζες αφού η μοναδική εγγύηση που ελάμβαναν ήταν μελλοντικές κρατικές χρηματοδοτήσεις των κομμάτων βασιζόμενες στα εκλογικά ποσοστά τους. Κατά την εκτίμηση του κ. Καλούδη που ουσιαστικά γίνεται δεκτή από την Οικονομική Εισαγγελία καθώς ζητά την άσκηση ποινικών διώξεων, για τις πιστώσεις αυτές στα δύο μεγάλα κόμματα ουσιαστικά δεν υπήρχαν επαρκείς εξασφαλίσεις, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί εξασφάλιση μία μελλοντική χρηματοδότηση στηριζόμενη στον αστάθμητο παράγοντα της εκλογικής δύναμης του δανειζόμενου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς τονίζουν πως τα δύο μεγάλα κόμματα εκείνη την περίοδο είτε προχωρούσαν σε ανανεώσεις των δανειακών τους συμβάσεων χωρίς περαιτέρω εγγυήσεις είτε ζητούσαν την τροποποίηση των συμβάσεων συμπεριλαμβανομένου νέου δανεισμού τους.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν σε κάποιες περιπτώσεις η παράταση του χρόνου αποπληρωμής ή σε άλλες περιπτώσεις η εξασφάλιση νέων δανείων, μέσω αναχρηματοδότησης μέσω των προηγούμενων επίδικων δανειακών συμβάσεων.