OHE: «Μακριά ο στόχος της "μπλε μεταμόρφωσης" της αλιείας σε Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα»
Η υπεραλιεία στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα μειώθηκε σημαντικά την δεκαετία που πέρασε, αλλά εξακολουθεί να αφορά το 73% των ειδών που διατίθενται στο εμπόριο και ως εκ τούτου ο στόχος για βιώσιμη αλιεία απέχει ακόμη πολύ από την επίτευξή του, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην ζώνη αυτή, όπου ένας κάτοικος στους 1.000 είναι αλιέας, η βελτίωση της διαχείρισης των αλιευτικών πόρων είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για την τοπική οικονομία όσο και για την διατήρηση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζεται στην έκθεση αυτή της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για την Μεσόγειο (CGPM) του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO).
Η έκδοση για το 2022 αυτής της έκθεσης, που συντάσσεται κάθε δύο χρόνια, δόθηκε στη δημοσιότητα καθώς στον Καναδά αρχίζει η 15η Διάσκεψη της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Βιοποικιλότητα, η λεγόμενη COP15 Βιοποικιλότητα.
Αν και η πίεση μειώνεται λίγο, ιδιαίτερα για τα είδη που υπάγονται σε πολυμερή σχέδια διαχείρισης, «το 73% των εμπορικών ειδών εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο υπερεκμετάλλευσης και η πίεση στην αλιεία, μολονότι λιγότερο ισχυρή απ' ό,τι στο παρελθόν, παραμένει η διπλάσια από αυτό που θεωρείται βιώσιμο», σύμφωνα με την έκθεση.
Στην προηγούμενη έκθεσή της, η CGPM υπολόγιζε ότι η υπερεκμετάλλευση αφορούσε το 75% των ειδών που διατίθεντο στο εμπόριο το 2018 και το 88% το 2012.
Το ενθαρρυντικό είναι ότι η CGPM διαπίστωσε «αξιοσημείωτη μείωση της υπεραλιείας στα αποθέματα ευρωπαϊκού μπακαλιάρου στη Μεσόγειο, σε καλκάνι στην Μαύρη Θάλασσα και σε γλώσσα στην Αδριατική, τα οποία υπόκεινται σήμερα σε ένα ή αρκετά σχέδια διαχείρισης».
Είναι ζωτικής σημασίας για τις ενδιαφερόμενες χώρες «να αντιστρέψουν την τάση μείωσης των υδάτινων πόρων» και «να συνδέσουν την αποδοτικότητα με την βιωσιμότητα», σημειώνει ο Μιγκέλ Μπερνάλ, εκτελεστικός γραμματέας της CGPM.
Ο αλιευτικός τομέας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα παρέχει ετησίως παραγωγή 1.189.200 τόνων (με εξαίρεση τα είδη τόνου) και τα έσοδά της υπολογίζονται σε 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο τομέας αντιπροσωπεύει «όπως υπολογίζεται περίπου μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας σε όλη την αξιακή αλυσίδα», εκ των οποίων 194.000 άμεσες θέσεις εργασίας σε πλοία (σχεδόν το 60% των οποίων στην παραδοσιακή αλιεία).
Ο τομέας έφτασε στο απόγειο της παραγωγικότητάς του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έκτοτε τα αλιεύματα μειώνονται. Από το 2020, λόγω κυρίως των συνεπειών της πανδημίας της COVID-19, «ο τομέας κατέγραψε απώλειες περίπου 15% της παραγωγής αλιευμάτων, 19% των εσόδων και 14% των θέσεων εργασίας», σύμφωνα με την έκθεση.
Η CGPM υπογραμμίζει ότι τα μέσα διαβίωσης στις παράκτιες ζώνες απειλούνται από την γήρανση του εργατικού δυναμικού και από την απώλεια θέσεων εργασίας: το 2020 πάνω από τους μισούς ναυτικούς-αλιείς ήταν ηλικίας άνω των 40 ετών και μόνον 10% ήταν κάτω των 25 ετών.
«Μια "μπλε μεταμόρφωση" του τομέα της αλιείας, δηλαδή που να σέβεται τα θαλάσσια οικοσυστήματα, είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι ο τομέας αυτός θα συνεχίσει να υποστηρίζει την παραγωγή τροφίμων και τα μέσα διαβίωσης των σημερινών και των μελλοντικών γενεών», σημείωσε ο Μάνουελ Μπαράνγκε, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών του FAO.
Η CGPM, η οποία συσπειρώνει 23 χώρες, ιδρύθηκε το 1949 για να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην διατήρηση των ιχθυαποθεμάτων στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου.
Οι ζώνες στις οποίες απαγορεύεται ή τελεί υπό ρύθμιση η αλιεία αποτελούν τον καρπό διαπραγματεύσεων, κυρίως ανάμεσα στις αρχές και τους αλιείς. Σήμερα περίπου τα δύο τρίτα της έκτασης της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας προστατεύονται σε δέκα ρυθμισμένες ζώνες αλιείας που έχουν οριστεί από την CGPM.