Ριζική και άμεση λύση για τα NPLs ζητεί το ΔΝΤ
«Καμπανάκι» για την μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η Αθήνα, χτυπάει το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Το Ταμείο συνιστά προσοχή στον τραπεζικό κλάδο, ζητώντας ριζική και άμεση καταπολέμηση του προβλήματος των κόκκινων δανείων.
Χαρακτηρίζοντας τις τράπεζες «ευάλωτες», το ΔΝΤ επισημαίνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και ότι η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου το οποίο εξυπηρετείται είναι αμφίβολη, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και της «αδύναμης κουλτούρας πληρωμών».
Ακόμη, το Ταμείο τονίζει ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αργή, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών.
Όπως αναφέρει, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές αναζητούν λύσεις αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων,, μεταξύ των οποίων τα σχέδια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (APS) και αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία στηρίζονται στην κρατική στήριξη.
Γι’ αυτό, όπως επισημαίνει, πρέπει να ελεγχθούν, αν είναι συμβατές με τους κανόνες περί κρατικής στήριξης και να υπολογισθούν με ιδιαίτερη προσοχή οι επιπτώσεις τόσο στους ισολογισμούς των τραπεζών όσο και στο δημόσιο χρέος.
Την ίδια ώρα, το Ταμείο αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η προσπάθεια επιθετικής μείωσης των NPEs είναι δύσκολη: μειωμένη κεφαλαιακή ισχύ, αδύναμη κερδοφορία και περιορισμένη ρευστότητα.
Ωστόσο, τονίζει, η μη γρήγορη μείωση του στοκ των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ενδέχεται να καθυστερήσει την επιστροφή στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και θα καθιστούσε τις τράπεζες ευάλωτες ως προς τη διαχείριση ρίσκων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της εμπιστοσύνης και σε εξάντληση της κεφαλαιακής τους θέσης.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη οι τράπεζες να «χτίσουν» κεφάλαια, προκειμένου να μπορέσουν να στηρίξουν τους φιλόδοξους στόχους μείωσης των NPEs.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ζήτηση για έκδοση νέων μετοχών, αυτό μπορεί να γίνει με χρηματοοικονομικά εργαλεία, τα οποία δεν θα προκαλούν διάχυση (non dilutive instruments).
Σημειώνει ότι οι τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν τα εργαλεία μείωσης των NPEs και να προχωρούν σε ιδιωτικές λύσεις-ρυθμίσεις.
Το προσωπικό του Ταμείου ανέφερε στις αρχές ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν όλα τα ανοικτά νομοθετικά θέματα που αφορούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Μεταξύ αυτών, το υπό διαμόρφωση πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, με στόχο τη μείωση της εμπλοκής του δικαστηρίου.
Το προσωπικό συμβούλεψε τις αρχές έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι πλειστηριασμοί, η ένταξη των επιχειρήσεων στον εξωδικαστικό, αλλά και να γίνουν προσπάθειες προκειμένου να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ των τραπεζών, στο πλαίσιο του NPL Forum.
Τα λοιπά «καυτά» μέτωπα
Παράλληλα, το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα για την κυβερνητική απόφαση περί αύξησης του κατώτατου μισθού. Όπως επισημαίνει, αυτή υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Επίσης, το Ταμείο κάνει λόγο για μεταρρυθμιστική κόπωση, ενώ τονίζει ότι η πολιτική αβεβαιότητα λόγω παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου αποτελεί πλήγμα για τις επενδύσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει απογοητευτικές, προειδοποιώντας συνάμα επιδείνωση του ισοζύγιου, καθώς θα αυξάνονται οι εισαγωγές.
Την ίδια στιγμή, το Ταμείο εκτιμά ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους φτάνουν τα 30 δισ. ευρώ και τα στελέχη του δεν ανησυχούν για την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη του προς αυτό, που φτάνουν τα 7,7 δις. ευρώ, καθώς έχει προτιμησιακό καθεστώς.
Σχολιάζοντας τα προεκλογικά δώρα και εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα, το ΔΝΤ τονίζει ότι οι προσλήψεις έχουν παραβιαστεί τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Ακόμη, τάσσεται κατά των ρυθμίσεων για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε 120 δόσεις σε εφορία και ασφαλιστικά Ταμεία.
Για τις τράπεζες αφιερώνει μεγάλο μέρος της έκθεσής του, σημειώνοντας ότι -εκτός των άλλων- αποτελούν και δημοσιονομικό ρίσκο, καθώς το κράτος έχει μετοχές, καταθέσεις και υποχρεώσεις έναντι αυτών.
Το Ταμείο τάσσεται υπέρ της εφαρμογής των φορολογικών μέτρων του 2020, με μείωση του αφορολόγητου , αλλά ταυτόχρονα και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μισθών και κερδών.