Κουτεντάκης: Δικαστικές «βόμβες» απειλούν τα δημοσιονομικά
Ζήτημα εκτροχιασμού των δημοσιονομικών της Ελλάδας από δικαστικές αποφάσεις που τυχόν θα επιστρέψουν τα αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων θέτει το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής, που δόθηκε την Τρίτη στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση του, το Γραφείο Προϋπολογισμού εφιστά την προσοχή στο να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς και να εκταμιευτεί η δόση με τα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs: «Ενδεχόμενη αρνητική απόφαση δεν θα στερήσει μόνο σημαντικά ποσά από το δημόσιο ταμείο, αλλά θα στείλει και ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα αναφορικά με την προσήλωση της χώρας στην υπεύθυνη οικονομική πολιτική», αναφέρει.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού δεν θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα δημιουργήσει προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς εκτιμά ότι «με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει περισσότερο τους κλάδους που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση και σαφώς λιγότερο τους εξαγωγικούς κλάδους, συνεπώς δεν αναμένονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα». Ως «σημαντικός δημοσιονομικός κίνδυνος» χαρακτηρίζονται οι δικαστικές διεκδικήσεις ενώ ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις ολοένα και αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών προς την εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία αλλά και η διατήρηση των κόκκινων δανείων σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Το κείμενο συμπερασμάτων της έκθεσης, έχει ως εξής:
Οι γενικές τάσεις της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι θετικοί, η ανεργία συνεχίζει την αποκλιμάκωσή της και οι αμοιβές αυξάνονται. Τα οριστικά στοιχεία του 2018 δεν είναι ακόμα διαθέσιμα, ωστόσο οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ενδέχεται να ξεπεράσει το 2%. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει αυξηθεί.
Η σημαντικότερη πηγή ανησυχίας είναι η επιβράδυνση της Ευρωζώνης που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη χώρα μας μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα από το εξωτερικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης ενώ παράλληλα ανακτά σταδιακά την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών. Τα θετικά αυτά στοιχεία εκτιμάται ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα να εδραιωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας το 2019. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ενώ οι τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2019 έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω το ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (από 1,9% σε 1,3%), η πρόβλεψη για την Ελλάδα έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω κατά 0,2 μονάδες (από 2% σε 2,2%).
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων και ασφαλισμένων έχουν αυξηθεί, αν και με φθίνοντα ρυθμό. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίζει να μειώνεται σε απόλυτα μεγέθη, ωστόσο ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δάνειων παραμένει υψηλός. Σε κάθε περίπτωση η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου να ενισχυθεί η πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθούσε στη μείωση του κινδύνου που μεταδίδουν στην πραγματική οικονομία προκαλώντας θετικές επιπτώσεις στην οικονομική μεγέθυνση αλλά και περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού. Οι συζητήσεις που γίνονται αυτό το διάστημα για τις ρυθμίσεις των οφειλών προς το δημόσιο, τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών θα πρέπει να καταλήξουν σε ουσιαστικές και λειτουργικές λύσεις με ενιαίους κανόνες και κριτήρια που δεν στρεβλώνουν τα κίνητρα και δεν προκαλούν δημοσιονομικούς κινδύνους.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία της γενικής κυβέρνησης δείχνουν βελτιωμένο αποτέλεσμα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και είναι σχετικά ασφαλές να αναμένουμε υπέρβαση του στόχου και για το 2018, γεγονός που θα επιβεβαιώσει την αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Τονίζουμε ωστόσο ότι η υπέρβαση που καταγράφουμε με τη μεθοδολογία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν είναι συγκρίσιμη με το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα (με μεθοδολογία ESA ή με ορισμό ενισχυμένης εποπτείας) και θα πρέπει να αναμένουμε τις οριστικές ανακοινώσεις προκειμένου να έχουμε ακριβή εικόνα.
Σε κάθε περίπτωση εξακολουθούμε να θεωρούμε σημαντικό δημοσιονομικό κίνδυνο την κλιμάκωση των δικαστικών διεκδικήσεων αναδρομικών που αφορούν μισθολογικές και συνταξιοδοτικές παροχές. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το τρέχον έτος θα πραγματοποιηθούν πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, η όξυνση του πολιτικού ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πλειοδοσία εξαγγελιών με σημαντικό κόστος που μπορεί να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία.
Εντός του Ιανουαρίου υπήρξαν δύο σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη ήταν η έκδοση πενταετούς ομολόγου που κρίνεται ως επιτυχημένη καθώς υπήρξε υπερκάλυψη των ζητούμενων ποσών, αλλά και σημαντική ποιοτική βελτίωση της σύνθεσης των αγοραστών. Το επιτόκιο παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης αλλά καταγράφει μια αξιοσημείωτη αποκλιμάκωση σε σχέση με αντίστοιχες εκδόσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Θεωρούμε πως η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας (cash buffer) έπαιξε ιδιαίτερα θετικό ρόλο καθώς προσφέρει χρονική άνεση για την επιλογή κατάλληλης χρονικής στιγμής τόσο για την πρόσφατη όσο και για μελλοντικές εκδόσεις. Στο ίδιο πλαίσιο θεωρούμε σημαντική εξέλιξη τη δημοσιοποίηση από τον ΟΔΔΗΧ του ετήσιου προγραμματισμού εκδόσεων καθώς σηματοδοτεί μια σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα και την έκδοση της Υπουργικής απόφασης για Ενιαίο Λογαριασμό Θησαυροφυλακίου που προβλέπει την τοποθέτηση των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΛ καθώς αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη πρακτική ταμειακής διαχείρισης του δημόσιου τομέα και εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη είναι η απόφαση του Υπουργείου Εργασίας που επέβαλε την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου κατόπιν εκτεταμένης διαβούλευσης με εκπροσώπους κοινωνικών φορέων που κατέθεσαν σχετικά πορίσματα. Η δηλωμένη σκοπιμότητα αυτής της αύξησης είναι η μερική αποκατάσταση των απωλειών της μισθωτής εργασίας από την μείωση που επιβλήθηκε το 2012. Πέρα όμως από την αναδιανεμητική πλευρά, αξίζει να διερευνηθούν οι ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Τέτοιες συνέπειες αφορούν κυρίως τη συνολική απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα, αφού από την άποψη των επιχειρήσεων ισοδυναμεί με αύξηση του εργασιακού κόστους. Η έκταση αυτής της αύξησης εξαρτάται από το ποσοστό των απασχολούμενων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και μπορεί να αντισταθμιστεί είτε με μείωση της απασχόλησης είτε με αύξηση των τιμών. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει περισσότερο τους κλάδους που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση και σαφώς λιγότερο τους εξαγωγικούς κλάδους, συνεπώς δεν αναμένονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα.
Στο επόμενο διάστημα αναμένεται η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων δράσεων προκειμένου να εκταμιευθούν τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs). Η επιτυχής ολοκλήρωση των παραπάνω δράσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενδεχόμενη αρνητική απόφαση δεν θα στερήσει μόνο σημαντικά ποσά από το δημόσιο ταμείο, αλλά θα στείλει και ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα αναφορικά με την προσήλωση της χώρας στην υπεύθυνη οικονομική πολιτική. Πλέον αυτού, κάποιες από τις ενέργειες που εκκρεμούν αποτελούν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν τη λειτουργία του ελληνικού κράτους, (όπως οι επιλογές των γενικών/ειδικών γραμματέων ή η στελέχωση της ΑΑΔΕ).
Αξίζει, τέλος, να επισημάνουμε έναν λιγότερο προφανή κίνδυνο που αφορά την απώλεια της προόδου που έχει συντελεστεί στο πλαίσιο της δημοσιονομικής διαχείρισης. Οι μεταρρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια βελτίωσαν σημαντικά την τεχνογνωσία και την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών αρχών, όπως φάνηκε στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, ο σχεδιασμός έγινε σε ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες και δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε οι πόροι (ανθρώπινοι και υλικοί) να εκπαιδευτεί επαρκώς το προσωπικό των επιμέρους φορέων ώστε να προσαρμοστεί ομαλά στο νέο πλαίσιο και να το εφαρμόζει αποτελεσματικά. Σήμερα που η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή μέριμνα ώστε να εξασφαλιστεί η ποσοτική και ποιοτική επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού που έχει την ευθύνη σχεδιασμού, ελέγχου και εφαρμογής του νέου δημοσιονομικού πλαισίου.
Ο κίνδυνος δεν πρέπει να υποτιμηθεί, καθώς αν δεν ληφθούν άμεσα πρωτοβουλίες, η δημοσιονομική διαχείριση της χώρας θα παλινδρομήσει στο ανεπαρκές και διάτρητο πλαίσιο του παρελθόντος. Απαιτείται επαρκής στελέχωση των οικονομικών υπηρεσιών του δημόσιου τομέα και συστηματική εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο.