«Καμπανάκι» Alpha Bank για πλήγμα στις εξαγωγές
Προειδοποιητικό μήνυμα ότι η διαφαινόμενη υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να πλήξει τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας στέλνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, η Ελλάδα, στα χρόνια των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, αντιμετώπισε με επιτυχία τη μεγάλη ανισορροπία στις εξωτερικές της συναλλαγές ισοσκελίζοντας σχεδόν τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Τούτο επετεύχθη ως αποτέλεσμα, πρώτον, της ύφεσης η οποία εξασθένησε τις καταναλωτικές δυνατότητες των νοικοκυριών, οδηγώντας σε υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, και δεύτερον, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, η οποία σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διεθνούς ζήτησης οδήγησε στην σημαντική άνοδο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Ωστόσο, η ισορροπία αυτή φαίνεται να μην είναι ευσταθής. Μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν είναι οι εξής:
Πρώτον, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας σε μία χώρα με το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδος αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την καταναλωτική δαπάνη για εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ παράλληλα η ανάγκη επενδύσεων για την αναβάθμιση και ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών.
Δεύτερον, η υποχώρηση των εκτιμήσεων για το ρυθμό μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας ενδέχεται να διαμορφώσει μία υποτονική ζήτηση για εξαγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
Τρίτον, ο κίνδυνος να επιβραδυνθεί η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας από τη διαφαινόμενη τάση αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η τελευταία φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα αφενός της ανατιμητικής πορείας του ευρώ κατά το προηγούμενο έτος και αφετέρου της ενίσχυσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς οι ονομαστικές αποδοχές ανά εργαζόμενο αυξάνονται ταχύτερα σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Ανάκαμψη οικονομίας και διεύρυνση ελλείμματος
Όπως σημειώνει η Alpha Bank, η τάση για ελαφρά διεύρυνση της ελλειμματικής θέσης της χώρας στις εξωτερικές συναλλαγές ήταν ορατή κατά το 2018. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος για το διάστημα Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2018, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στα € 3,8 δισ. (ή 2% του ΑΕΠ), έναντι € 1,7 δισ. το ίδιο διάστημα του 2017 (ή 0,9% του ΑΕΠ).
H εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών που υπερκάλυψε την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών.
Υποχώρηση ανταγωνιστικότητας: Παράγοντες
Κατά την Alpha Bank, η υποχώρηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην περίοδο 2008-2017 μπορεί να αποδοθεί σε σημαντικό βαθμό στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτυπώνεται στην εξέλιξη των δεικτών πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (REER), οι οποίοι υπολογίζονται είτε με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, είτε με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή.
Οι δείκτες αυτοί βελτιώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.
Συγκεκριμένα, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόσθηκε κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης μείωσε σημαντικά το κόστος εργασίας, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα μετρούμενη με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να έχει σημαντική βελτίωση (μπλε γραμμή). Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή έχει επίσης βελτιωθεί αλλά σε μικρότερο βαθμό (γκρι γραμμή). Βασικοί παράγοντες αυτής της απόκλισης, είναι κυρίως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών και η διατήρηση στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Το 2018 ωστόσο παρατηρείται ανακοπή της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία αποδίδεται:
(α) στην ανατίμηση του Ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους έναντι βασικών νομισμάτων (ενδεικτικά αναφέρεται η ενίσχυση του Ευρώ έναντι του Δολαρίου κατά 5,3%) και
(β) στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.