Το «κόλπο γκρόσο» με τον κατώτατο μισθό
Την ανάσταση του δήθεν «ηθικού πλεονεκτήματος» επιχειρεί ο πρωθυπουργός, αφότου με μία συμμαχία προθύμων έδωσε το όνομα «Μακεδονία» στα Σκόπια, αψηφώντας το βροντερό «όχι» της κοινής γνώμης.
Επιδιώκοντας να «καλοπιάσει» τους ψηφοφόρους, που σταδιακά τον εγκαταλείπουν, όπως καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας «πουλάει» εκ νέου το επικοινωνιακό «αφήγημα« περί αριστερής πολιτικής. Αυξάνει, λοιπόν, τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ με καθυστέρηση... δύο χρόνων,
Έτσι, από την 1η Φεβρουαρίου όχι μόνο οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό αλλά και όσοι λαμβάνουν μισθό κάτω από 650 ευρώ θα βλέπουν αύξηση 64 ευρώ μικτά το μήνα και 54 ευρώ στις καθαρές αποδοχές. Για τους νέους έως 25 ετών η αύξηση ανέρχεται σε 140 ευρώ. Ωφελημένοι από την αύξηση 11% του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός είναι περίπου 800.000 μισθωτοί που εργάζονται με μερική ή πλήρη απασχόληση ή λαμβάνουν επιδόματα που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Από την πλευρά της, η αξιωματική αντιπολίτευση περνάει στην αντεπίθεση, τονίζοντας πως «η αύξηση του κατώτατου μισθού προβλέπεται από νόμο της κυβέρνησης Σαμαρά και έπρεπε να έχει γίνει από το Σεπτέμβριο».
Με βάση τους αριθμούς, η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί μία ακόμη κυβερνητική αυταπάτη, καθώς η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να... κρύψει τη γενιά των φτωχών εργαζομένων των 320 ευρώ, που η ίδια δημιούργησε μετά το 2015.
Η αγορά εργασίας είναι υπό κατάρρευση με ευθύνη ΣΥΡΙΖΑ, καθώς 1 στους 3 εργαζόμενους αμείβεται με 319 ευρώ (στοιχεία ΕΦΚΑ), ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στις νέες προσλήψεις κυριαρχούν απόλυτα με 56,22% (ΕΡΓΑΝΗ ΔΕΚ. 2018).
Η αύξηση του κατώτατου μισθού έπρεπε να είχε δοθεί ήδη από το 2017, όπως προέβλεπε νόμος που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τον οποίον είχε καταψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού συντελείται με τον νόμο Ν.4172/2013, έναν νόμο που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταψηφίσει στη Βουλή, καταγγέλλοντας τον και βαφτίζοντας τον «νόμο γαλέρα» που οδηγεί στον εργασιακό μεσαίωνα.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού βεβαίως καθυστέρησε γιατί η κυβέρνηση διέλυσε την οικονομία με την υπερφορολόγηση και την ανεύθυνη πολιτική της.
Την ίδια ώρα μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχουμε και ταυτόχρονη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ισόποσα κατά 11%, για το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Και αυτό συμβαίνει, γιατί σύμφωνα με το Νόμο Κατρούγκαλου, η βάση υπολογισμού των εισφορών διαμορφώνεται κάθε φορά από το ύψος του κατώτατου μισθού.
Από τον Ιανουάριο του 2015 επήλθε πλήρης ανατροπή στην αγορά εργασίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) -στις νέες προσλήψεις- κυριάρχησαν απόλυτα έναντι της πλήρους απασχόλησης.
Έτσι, το 60% πλήρης απασχόληση και 40% μερική απασχόληση που ίσχυε μέχρι το 2015, σήμερα ανετράπη πλήρως σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Μαζί με τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, δημιουργήθηκε -για πρώτη φορά- στη χώρα μας και η γενιά των “φτωχών” εργαζόμενων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ), ο 1 στους 3 μισθωτούς στην Ελλάδα απασχολείται πλέον με μερική απασχόληση.
Δηλαδή, από το σύνολο των 2,03 εκατ. μισθωτών εργαζομένων στη χώρα μας, οι 613.119 εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης και αμείβονται με μέσο καθαρό μισθό 317,6 ευρώ.
Επιπλέον από την 1/1/2018, όλοι οι μισθοί μειώθηκαν λόγω της κατάργησης της έκπτωσης 1,5% στην παρακράτηση φόρου. Ενώ από την 1/1/2020 επέρχεται και νέα περικοπή μισθών, λόγω της μείωσης του αφορολογήτου στο 5.680 ευρώ.
Σημειώνουμε, ότι το αφορολόγητο το 2014 ήταν 9.545 ευρώ.
Η διαφορά που προκύπτει είναι 9.545-5.680 = 3.865 ευρώ, δηλαδή ετήσια φορολογική επιβάρυνση (3.865Χ20%) 773 ευρώ, που προκαλεί για όλους τους μισθωτούς την απώλεια ενός καθαρού μισθού.
Η ΓΣΕΕ θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα εξανεμιστεί από τη φορολογία, εάν παράλληλα εφαρμοστεί η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολόγητου, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη οι εργαζόμενοι είναι τα μεγάλα υποζύγια και πιθανά τα πιο συνεπή του φορολογικού συστήματος. Οι εργαζόμενοι θα κληθούν να επιστρέψουν στο Κράτος σχεδόν ολόκληρο το ποσό της αύξησης, καθώς μεγάλο μέρος του αφορολογήτου, μέχρι τώρα εισοδήματός τους ,θα φορολογείται πλέον με συντελεστή 22%, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ισχύοντα.
Ακόμη και εάν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός η αύξηση θα κατευθυνθεί στην εφορία!
Το 1/3 των μισθωτών λαμβάνουν αμοιβή που έχει σαν συνέπεια να χαρακτηρίζονται επίσημα ως εργαζόμενοι φτωχοί.
Σε αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης, για τους 650.000 μισθωτούς που μαζί με τους ανέργους ανέρχονται σε 1.900.000, η κυβέρνηση εξαγγέλλει το… παραμύθι της αύξησης του κατώτατου μισθού σε μια προσπάθεια να βρει κοινωνικά ερείσματα.