Μόλις 3,7 δισ. η αξία των 4 συστημικών τραπεζών!
Απώλειες 15,41% κατέγραψε ο τραπεζικός δείκτης στην εβδομάδα που τελειώνει, η χρηματιστηριακή αξία των τεσσάρων τραπεζικών μετοχών έχει συρρικνωθεί στα 3,7 δισ. ευρώ, ενώ οι τιμές της Εθνικής, Πειραιώς και Alpha Bank υποχώρησαν σε νέα ιστορικά χαμηλά!
Τα ανωτέρω αποτυπώνουν την άσχημη εικόνα των ελληνικών τραπεζών και το μετοχολόγιο όλων των τραπεζών έχει μόνο χαμένους επενδυτές ενώ τα επίπεδα διαπραγμάτευσης του δείκτη παραπέμπουν σε επίπεδα διαπραγμάτευσης 420 μονάδων Γενικού Δείκτη!
Η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση ουδόλως μετέβαλε το κλίμα καθώς οι αβεβαιότητες αναφορικά με την επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων και της επίπτωσης που θα έχουν στα βασικά κεφάλαια φερεγγυότητας των τραπεζών φαίνεται να υπερισχύουν έναντι οποιασδήποτε άλλης εξέλιξης.
Είναι χαρακτηριστικό πως πριν από λίγες ημέρες διεθνείς αναλυτές προχώρησαν σε σημαντικές μειώσεις των τιμών-στόχων που δίνουν για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, καθώς και σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών τους για την κερδοφορία, υπενθυμίζοντας έτσι στους επενδυτές τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος.
Παρότι η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, η πολιτική αστάθεια θα παραμείνει αυξημένη και αναμένεται να υπονομεύσει τόσο την πορεία της οικονομίας προς την ανάπτυξη, όσο – και κυρίως – τα σχέδια των τραπεζών για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, ενώ θα “βαρύνει” το κλίμα στην αγορά των ελληνικών ομολόγων.
Μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδος θα έλθει σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο χρονικό σημείο για τον δοκιμαζόμενο τραπεζικό τομέα.
Τραπεζικοί παράγοντες προειδοποιούν πως τα χρονικά περιθώρια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στενεύουν επικίνδυνα.
Μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδος θα διαταράξει τα σχέδια για κυβερνητική παρέμβαση στην αναγκαία μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιβιώσει της βαθιάς ύφεσης, αλλά έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα: είναι μετά βίας κερδοφόρες και οι ισολογισμοί τους είναι γεμάτοι κόκκινα δάνεια με αποτέλεσμα να μην δανείζουν.
Η ευκαιρία να δώσει ώθηση ο τραπεζικός δανεισμός στην ελληνική οικονομία το 2019 θα έχει χαθεί.
Τα κόκκινα δάνεια
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων έφθασε τέλος Σεπτεμβρίου τα 84,7 δις. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αντιστοιχούν στο 46,7% των τραπεζικών πιστώσεων.
Η ΤτΕ έχει προτείνει σχέδιο για την αντιμετώπιση των NPEs με την αξιοποίηση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και τη μεταφορά τους σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV). Παράλληλα, υπάρχει η πρόταση του ΤΧΣ η οποία προβλέπει κρατική εγγύηση.
Παράλληλα κυβέρνηση και ΤΑΙΠΕΔ επεξεργάζονται με την τεχνική υποστήριξη της JP Morgan τη δημιουργία μιας "bad bank" όπου θα μεταφερθούν "κόκκινα δάνεια" περίπου 15 δις ευρώ και στη συνέχεια θα γίνουν τιτλοποιήσεις με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Το πιθανότερο είναι ότι το σχέδιο θα βρει σύμφωνη την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ, μιας και προσανατολίζεται σε παρόμοιο που αφορούσε ιταλικές τράπεζες. Ανοιχτό παραμένει ωστόσο ποιος θα επενδύσει στους εν λόγω τίτλους αν ληφθεί υπόψη το κακό αξιόχρεο του ελληνικού δημοσίου.
Στο «τραπέζι» των συζητήσεων θα βρεθεί και το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την ελληνική κυβέρνηση να επεξεργάζεται σχέδιο του ΤΧΣ για τη δημιουργία εταιρείας ειδικού σκοπού -κάτι που είχε προτείνει η Ιταλία και έγινε αποδεκτό από την Κομισιόν.
Το μοντέλο Ιταλίας, προβλέπει τη μεταφορά «κόκκινων» δανείων, ύψους 15- 20 δισ ευρώ, σε εταιρεία ειδικού σκοπού (Asset Protection Scheme), που θα αναλάβει να εκδώσει ομόλογα, με εγγυήσεις του Δημοσίου που θα φτάσουν στα 5- 6 δισ ευρώ, καλύπτοντας το 30%.
Για το ποσό αυτό θα «δεσμευθούν» αντίστοιχα κεφάλαια από το «μαξιλαράκι» αποθεματικών που έχει δημιουργήσει το υπουργείο Οικονομικών.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί να υλοποιήσουν φιλόδοξους στόχους μείωσης των NPEs περίπου στο 20% του συνολικού ενεργητικού τους ως το 2021.
Αναλυτές εκτιμούν πως οι νέοι στόχοι μείωσης των NPEs έως το 2021 είναι φιλόδοξοι. Συνεπάγονται μείωση κατά 60% των ΝΡΕs μέχρι τα τέλη του 2021, με τους αντίστοιχους δείκτες να μειώνονται από το περίπου 50% σήμερα σε περίπου 20% το 2021.