Ανίκανοι να βγάλουν την Ελλάδα στις αγορές
Τόσο ο υπουργός Οικονομικών όσο και κυβερνητικοί παράγοντες αποδίδουν την αδυναμία της Ελλάδας να εκδώσει ομόλογο στις αναταράξεις, που προκαλεί στις αγορές η διελκυστίνδα μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών για τον ιταλικό προϋπολογισμό.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, καθώς τα ελληνικά ομόλογα κινούνται ανοδικά παρά την υποχώρηση των ιταλικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το spread μεταξύ της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου και του αντίστοιχου ιταλικού.
Η ελληνική οικονομία πληρώνει την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ, την οποία δεν εμπιστεύεται κανείς σοβαρός ξένος επενδυτής.
Με εξαίρεση την κυβέρνηση, κανένας άλλος δεν υιοθετεί αυτή την… Ιταλική ερμηνεία για τον παρατεινόμενο αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές, ούτε παραβλέπει τα γκρίζα σύννεφα που συγκεντρώνονται πάνω από την ελληνική οικονομία και την καχυποψία με την οποία την αντιμετωπίζουν οι επενδυτές.
Ο παράγοντας «Ιταλία» αποτελεί μόνον έναν από τους πολλούς που εμποδίζουν την Ελλάδα να βγει στις αγορές, όπως ( οι κύριοι λόγοι):
- Ο πολιτικός κίνδυνος και η παροχολογία ενόψει των εκλογών.
- Η υπαναχώρηση από τα συμφωνηθέντα με τους θεσμούς και η απροθυμία της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις.
- Οι φιλόδοξοι (ανέφικτοι) στόχοι για τη μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών καθώς και η αδύναμη κερδοφορία.
Η ελληνική οικονομία μπορεί να αντιμετωπίσει εκ νέου τα προβλήματα που έφεραν τα μνημόνια εάν δεν βγούμε εγκαίρως στις αγορές.
Η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους θα πρέπει να καταβάλλει 11 δισ. ευρώ το 2019. Από αυτά τα 2,1 δις. ευρώ θα κατευθυνθούν προς το ΔΝΤ και τα 5,8 δισ. ευρώ προς το Ευρωσύστημα.
Στο οικονομικό επιτελείο προσδοκούν ή πρέπει να αντλήσουν τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ. Επίσης περιμένουν να εισπράξουν περί τα 1,2 δισ. ευρώ από τις επιστροφές κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν πετύχει η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες.
Η παροχολογία από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην επιφυλακτική έως και αρνητική στάση που τηρούν οι ξένοι επενδυτές απέναντι στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. Το 10ετές ελληνικό ομόλογο συνεχίζει να παραμένει σε απαγορευτικά επίπεδα, προφανώς γιατί πέρα από την επίδραση του ιταλικού πυρετού, δεν αρέσουν στις ομολογιακές αγορές η εντεινόμενη παροχολογία, η εκλογολογία και η αναβολή ή ακύρωση νομοθετημάτων με μακροπρόθεσμο μακροοικονομικό αντίκτυπο.
Όποιος ισχυρίζεται, μεταξύ αυτών και ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ότι η Αθήνα δεν πρέπει να βιάζεται να βγεί στις αγορές επειδή λεφτά υπάρχουν, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οσο δεν βγαίνει στις αγορές, τόσο εμπεδώνεται η αντίληψη ότι δεν μπορεί να το κάνει – με κόστος μεγάλο ή τεράστιο.
Αφετέρου, άμεσα, όσο εμπεδώνεται η αντίληψη διεθνώς ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, τόσο δυσχεραίνεται και γίνεται ακόμη ακριβότερος ο δανεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές ή/και από εσωτερικούς πόρους. Αυτό έχει «εδώ και τώρα» συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα, στη μεγέθυνση, στην απασχόληση, τελικά και στα έσοδα του ίδιου του κράτους. Ο,τι φαίνεται «απλή» καθυστέρηση, ανοίγει τον φαύλο κύκλο μιας νέας κρίσης, που θα πάρει τη μορφή και της δημοσιονομικής κρίσης. Η μετεξέλιξη θα είναι, απλώς, θέμα χρόνου.