Ενώ δαπανώνται μεγάλα ποσά για έρευνα και καινοτομία από το Δημόσιο και τα Πανεπιστήμιο, τα αποτελέσματα που παράγονται παραμένουν αναξιοποίητα στην Ελλάδα, τονίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο που εκδίδει.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει ο ΣΕΒ, ενώ υπάρχουν διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι υψηλής εξειδίκευσης, δαπανώνται μεγάλα ποσά για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) από το Ελληνικό Δημόσιο και τα πανεπιστήμια, και δημοσιεύονται πολλές διεθνείς επιστημονικές εργασίες από Έλληνες επιστήμονες, η Ελλάδα, λόγω εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών, δεν έχει να επιδείξει αντίστοιχα αποτελέσματα εμπορικής εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης.
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι «αυτό πιθανότατα συμβαίνει διότι οι αντίστοιχες διασυνδέσεις του κράτους και των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτες».
Επικαλούμενο και την εξειδικευμένη μελέτη της BCG που παρουσιάστηκε τον Απριλίο του 2018, το δελτίο του ΣΕΒ τονίζει ότι οι κοινές ερευνητικές δημοσιεύσεις μεταξύ φορέων του δημοσίου (και πανεπιστημίων) και του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις το 1/4 του μέσου όρου στην ΕΕ-28.
Έτσι, αναφέρει ο ΣΕΒ «η παραγόμενη γνώση παραμένει εσωστρεφής, με την έρευνα να είναι μια σχεδόν βιοποριστική δραστηριότητα, χωρίς να δημιουργούνται δευτερογενείς επωφελείς επιδράσεις στην οικονομία της χώρας. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει μια μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ της υψηλής παραγωγής γνώσης από τους ερευνητές και καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων από τη μια πλευρά, και των λιγοστών αιτήσεων για ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας (μισή πατέντα ανά δισ. ΑΕΠ, έναντι 3,5 πατεντών στην ΕΕ-28, 9 στη Σουηδία και 10 στο Ισραήλ), και για κατοχύρωση εμπορικών σημάτων και εμπορικών σχεδίων προϊόντων (design) σε σχέση με την ΕΕ-28, από την άλλη».
Στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο, ο ΣΕΒ επισημαίνει και μία λιγότερο γνωστή διάσταση του brain drain σε αναφορά με το έλλειμμα αξιοποίησης της έρευνας:
«Υπάρχουν πολλοί Έλληνες ερευνητές σε εγχώρια πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα που στοχεύουν στην εμπορική εκμετάλλευση της έρευνάς τους, όμως επιλέγουν να αναπτύσσουν εμπορικές ιδέες με χρηματοδότηση και συνεταίρους στο εξωτερικό. Από την άλλη, η όποια καινοτομία αναπτύσσεται εμπορικά από τις ελληνικές επιχειρήσεις, απευθύνεται περισσότερο στην εσωτερική παρά τη διεθνή αγορά, καθώς δεν είναι κατά κανόνα συνδεδεμένες σε διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες αξίας. Πρόκειται, λοιπόν, για καινοτομία εσωτερικής χρήσεως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα ελληνικής καινοτομίας, που διαπρέπουν στις διεθνείς αγορές. Είναι, όμως, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα».