Alpha Bank: Που στηρίχτηκε η ανάπτυξη στο 9μηνο
Η αύξηση των καθαρών εξαγωγών, η μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η αύξηση των αποθεμάτων, έφεραν την αύξηση του ΑΕΠ στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2018 κατά 2,1%, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της report.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε στο τρίτο τρίμηνο του έτους κατά 2,2% σε ετήσια και 1% σε τριμηνιαία βάση, ενώ σωρευτικά το πρώτο εννεάμηνο του 2018, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ήταν 2,1%, έναντι 1,5% το 2017 συνολικά.
Πρόκειται για το ένατο συνεχόμενο τρίμηνο που παρατηρείται αύξηση του ΑΕΠ, εξέλιξη που συνάδει με τη βελτίωση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) στην Ελλάδα από τις αρχές του 2016 και εντεύθεν, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το κύριο χαρακτηριστικό του αναπτυξιακού προτύπου κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου και ιδιαίτερα το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, είναι η ισχυρή θετική συμβολή τόσο της εξαγωγικής δραστηριότητος όσο και της ιδιωτικής καταναλώσεως, η οποία υπεραντισταθμίζει την αρνητική συμβολή της επενδυτικής δαπάνης που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την υποχώρηση των εισαγωγών των κεφαλαιουχικών αγαθών.
Συγκεκριμένα, η αύξηση του ΑΕΠ στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2018 κατά 2,1%, σε ετήσια βάση, προήλθε:
- πρωτίστως από την αύξηση των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (συμβολή: 1,6 εκατοστιαίες μονάδες) και συγκεκριμένα από την περαιτέρω βελτίωση της εξαγωγικής επιδόσεως, τόσο των μεταποιητικών επιχειρήσεων όσο και του τουρισμού, λόγω ενισχύσεως των τουριστικών εισπράξεων (εννεάμηνο 2018: +9,1%)
- τη μεγέθυνση της ιδιωτικής καταναλώσεως που συνέβαλε κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες,
- την αύξηση των αποθεμάτων, που είχαν θετική συνεισφορά στο εννεάμηνο Ιανουαρίου– Σεπτεμβρίου 2018, κατά 1,0 εκατοστιαία μονάδα.
Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε σημαντικά, συμβάλλοντας αρνητικά κατά 0,7 εκατοστιαίες μονάδες, στο πλαίσιο συγκρατήσεως των δαπανών για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ενώ και οι επενδύσεις (εξαιρουμένων των αποθεμάτων) είχαν αρνητική επίπτωση στον ρυθμό αυξήσεως του ΑΕΠ κατά -0,8 εκατοστιαίες μονάδες.
Η δυναμική αυτή των συνιστωσών του ΑΕΠ επιβεβαιώνει την προσδοκία ότι η οικονομική δραστηριότητα, συνολικά για το έτος 2018, θα κινηθεί σε επίπεδα ανώτερα του 2%. Από την άλλη πλευρά, η υποχώρηση της συνολικής επενδυτικής δαπάνης οδηγεί σε συγκράτηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας τα επόμενα έτη, παρά την εμφανή ανάκαμψη των επενδύσεων για μηχανολογικό εξοπλισμό.
Στο παρόν δελτίο η Alpha Bank αναλύει τις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ από την πλευρά της ενεργού ζητήσεως, σε συνδυασμό με την εξέλιξη των δεικτών καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικού κλίματος.
Η τόνωση της ιδιωτικής καταναλώσεως σε παράλληλο βηματισμό με τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης Στο τρίτο τρίμηνο του 2018, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,7% σε ετήσια βάση έναντι αυξήσεως 1,3% στο δεύτερο και 0,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2018 αντίστοιχα, με αποτέλεσμα η σωρευτική αύξηση στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2018 να είναι 0,8%. Η ανθεκτικότητα της ιδιωτικής καταναλώσεως που παρατηρείται κατά το τρέχον έτος επηρεάζεται θετικά, τόσο από την αύξηση της απασχολήσεως (+1,8% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο) όσο και του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών (+3% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο).
Επιπλέον, η αύξηση της ιδιωτικής καταναλώσεως συσχετίζεται θετικά και με τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος όπως αναλύεται στην Οικονομική Συγκυρία, αν και παραμένει έντονα αρνητικός, εμφανίζει σημαντική βελτίωση, ιδιαίτερα στο διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2018.
Η βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκία εφαρμογής των επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής που περιέχονται στο Προϋπολογισμό, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σε αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες και η ελάφρυνση του φόρου ακίνητης περιουσίας, καθώς και στην αναστολή της περικοπής των συντάξεων και στις προσδοκίες για ενίσχυση του διαθεσίμου εισοδήματος μέσω της διανομής του κοινωνικού μερίσματος.
Οι επενδύσεις στο εννεάμηνο Ιανουαρίου– Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους μειώθηκαν κατά 6,2%, σε ετήσια βάση, ενώ οι επενδύσεις συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων αυξήθηκαν κατά 1,5% αντίστοιχα.
Ειδικότερα, στο τρίτο τρίμηνο του έτους οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 23,2% σε ετήσια βάση, ενώ συμπεριλαμβανομένων και των αποθεμάτων, αυξήθηκαν κατά 42,2%.
Ως προς την ανάλυση των επενδύσεων ανά κατηγορία, η μείωση των συνολικών επενδύσεων στο εννεάμηνο οφείλεται κυρίως στη μείωση των επενδύσεων σε κατασκευές (εξαιρουμένων των κατοικιών) και σε μεταφορικό εξοπλισμό που συνέβαλαν αρνητικά κατά 7 και 4,1 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα στη μείωση των επενδύσεων.
Σημειώνεται ωστόσο ότι η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό στο τρίτο τρίμηνο (154,4% σε ετήσια βάση), δεν κατάφερε να αντισταθμίσει τη μείωση των επενδύσεων στο σύνολο της περιόδου.
Αντίθετα, θετική συμβολή στη μεταβολή των επενδύσεων στο εννεάμηνο Ιανουαρίου– Σεπτεμβρίου 2018 είχαν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογίας, πληροφορικής και επικοινωνίας, καθώς και οι επενδύσεις σε κατοικίες οι οποίες συνεισέφεραν κατά 4,8 και 0,6 εκατοστιαίες μονάδες αντιστοίχως.
Παρά την πτώση των επενδύσεων το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στην Βιομηχανία ακολούθησε αντίθετη πορεία κατά την ίδια χρονική περίοδο. Αντίθετα, στο διάστημα 2015-2017, η βελτίωση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία συνοδεύτηκε από αύξηση των επενδύσεων.
Τέλος, σύμφωνα με την φθινοπωρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η μεταβολή των επενδύσεων αναμένεται να διαμορφωθεί στο -2,1%, για το σύνολο του 2018. Η εν λόγω πρόβλεψη, ωστόσο, βάσει όσων έχουν αναλυθεί ανωτέρω αναφορικά με τις μεταβολές των επενδύσεων στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018, δε φαίνεται να είναι εφικτή.
Οι υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως των εξαγωγών από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 έως και το τρίτο τρίμηνο του 2018, είναι αποτέλεσμα τόσο της ενισχύσεως του τουρισμού όσο και της βελτιώσεως της ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας σε όρους κόστους εργασίας, η οποία ενίσχυσε τον εξωστρεφή προσανατολισμό των επιχειρήσεων, κυρίως στον κλάδο της μεταποιήσεως.
Ειδικότερα, στο εννεάμηνο του 2018, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 8,3%, ενώ ο ρυθμός αυξήσεως των αντίστοιχων εισαγωγών ήταν αρκετά μικρότερος, κατά 3,1%. Η περιορισμένη αύξηση των εισαγωγών συνάδει με την πτωτική πορεία που ακολούθησαν οι επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό στο εννεάμηνο του 2018.
Μια ενδεικτική αποτύπωση της εξελίξεως των εισαγωγών είναι η ανάλυση ανά ομάδα προϊόντος. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, στο εννεάμηνο του 2018, οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών υποχώρησαν κατά 12,5%, σε ετήσια βάση, ενώ οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκαν κατά 1,2%.
Συνεπώς, η πτώση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών εξηγεί την πτώση των επενδύσεων, ενώ παράλληλα, η αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών συνάδει με την παράλληλη ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως.