Το «ανέκδοτο» Τσακαλώτου περί μείωσης της λιτότητας
Μόνο ως «ανέκδοτο» θα μπορούσε να εκληφθεί η δήλωση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι «για πρώτη φορά μειώνεται η λιτότητα με τον επεκτατικό προϋπολογισμό μας».
Ο στόχος για θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και η πρόβλεψη για φόρους υψηλότερους κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2018, που προβλέπει ο νέος προϋπολογισμός, αρκούν για να διαψεύσουν τον υπουργό.
Πώς θα μειωθεί η λιτότητα με ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2,5% του ΑΕΠ, όταν η οικονομία θα πρέπει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% (6,9 δισ. ευρώ) του ΑΕΠ;
Η Ελλάδα, σύμφωνα με έγκυρους οικονομικούς αναλυτές, χρειάζεται οπωσδήποτε ρυθμούς ανάπτυξης 4% τα επόμενα χρόνια. Ποσοστά 2%-2,5% είναι σίγουρα ικανοποιητικά, αλλά μπροστά στο «βουνό» χρέους και των τόκων που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα στο άμεσο μέλλον, δεν αρκούν. Μόνο με υψηλή ανάπτυξη θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών.
Για ποιά ανάπτυξη μιλούν στην κυβέρνηση, όταν οι συνολικές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία για το 2019 προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 11,9%; Μια πρόβλεψη που δεν πρόκειται να επιτευχθεί, αν κρίνουμε από το 2018, όταν η κυβέρνηση είχε προβλέψει αύξηση επενδύσεων κατά 11,4% αλλά αυτές ενισχύθηκαν μόνο κατά 0,8%!
Μάλιστα, αυτές τις επενδύσεις θα πρέπει να τις περιμένουμε από τους ιδιώτες και λιγότερο από το κράτος. Και αυτό γιατί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων θα παραμείνει σταθερό στα 6,7 δισ., όπως το 2018, «κουτσουρεμένο» κατά 500 εκατ. ευρώ σε σχέση με τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος τον Ιούνιο, ποσό το οποίο θα κατευθυνθεί σε επιδόματα για εξαγορά ψήφων.
H κυβέρνηση κατέθεσε έναν καθαρά προεκλογικό προϋπολογισμό. Η μοναδική επιδίωξη του Αλέξη Τσίπρα είναι να κερδίσει το εκλογικό ακροατήριο. Πήρε 10 δισ. από μέτρα λιτότητας και μοιράζει 1 δισ. για να «εξαγοράσει» ψήφους.
Η ανάπτυξη θα έπρεπε να είναι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης. μετά και την υποτιθέμενη έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Ωστόσο, αυτή «πνίγεται» στα υπερπλεονάσματα που προκύπτουν από τη φορολογική αφαίμαξη των πολιτών, την αντιαναπτυξιακή περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και τη μη πληρωμή οφειλών του δημοσίου σε ιδιώτες.
Σε κάθε περίπτωση, τα υπερπλεονάσματα τόσο του 2018 όσο και του 2019 είναι αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης και των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και του «κουρέματος» του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που επί χρόνια χρηματοδοτεί τα μερίσματα της κυβέρνησης.