Καινούργιες προειδοποιήσεις από τον Στουρνάρα στην κυβέρνηση
Νουθεσίες προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ώστε να προχωρήσει με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και για να μην αντιστρέψει τα θετικά βήματα που έχουν γίνει στην ελληνική οικονομία απήθυνε την Πέμπτη ο Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στο συνέδριοNPL Summit 2018: Κόκκινα Δάνεια – Ανοίγματα & Κοινωνία.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΤτΕ, «η παρατεταμένη και βαθιά κρίση που βίωσε η χώρα την τελευταία δεκαετία επέφερε τρεις σημαντικές αλλαγές, αναφορικά με το αναπτυξιακό της πρότυπο. Πρώτον, ο τραπεζικός δανεισμός, που ήταν η κύρια πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μειώθηκε δραματικά. Δεύτερον, οι ιδιωτικές επενδύσεις συρρικνώθηκαν. Τρίτον, η εξωστρέφεια της παραγωγικής δομής ενισχύθηκε, αλλά αυτό έγινε σε περιβάλλον εγχώριας ύφεσης.
Ξεκινώντας από τις αλλαγές στην πραγματική οικονομία, η μετάβαση σε ένα νέο, πιο εξωστρεφές, αναπτυξιακό πρότυπο έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να συνεχιστεί. Οι εξελίξεις, όμως, όσον αφορά την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων ως πηγής ανάπτυξης, είναι λιγότερο ενθαρρυντικές. Στον τομέα αυτό θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πρόοδος.
Το 2017, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων, δηλαδή οι ακαθάριστες επενδύσεις μείον τις αποσβέσεις, ανέρχονταν σε -2,8 δισεκ. ευρώ ή -1,6% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ η τάση αυτή ενισχύεται, καθώς το δεύτερο τρίμηνο του 2018 ανήλθαν σε -3,7 δισεκ. ευρώ ή 2,0% του ονομαστικού ΑΕΠ σε ετησιοποιημένη βάση.
Όμως, για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και, συνεπώς, το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι οι θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 50% περίπου τα επόμενα χρόνια.
Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος
Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο είναι κυρίως αποτέλεσμα της κρίσης, η οποία διήρκησε πολλά χρόνια και είχε δυσμενείς επιπτώσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Είναι θετικό ότι η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης, σε ετήσια βάση, που χαρακτήρισε την ελληνική κρίση, φαίνεται να έχει αμβλυνθεί σημαντικά, ιδίως όσον αφορά τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, προς τις οποίες η πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών το 2017, όπως αποτυπώνεται στις εκταμιεύσεις νέων δανείων με προκαθορισμένη λήξη, αυξήθηκε σε σύγκριση με το 2016. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και στο εννεάμηνο του 2018. Συνολικά, η πιστωτική επέκταση, με βάση τα στοιχεία του εξαμήνου, κινείται με αρνητικό, αν και μειούμενο ρυθμό, της τάξεως του -1,5%, τόνισε ο Γ. Στουρνάρας.
Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο τραπεζικός κλάδος. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες αλλά κυρίως θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, τα πιστωτικά ιδρύματα θα συμβάλουν στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Είναι θετικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών, ρυθμιστικού πλαισίου και ενεργειών των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προάγουν την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου να αρθούν τα θεσμικά και διοικητικά εμπόδια. Παρ΄ όλα αυτά, θα επιχειρηματολογήσω ότι αυτό αποτελεί ένα μόνο μέρος της συνολικής στρατηγικής για τη διαχείριση του προβλήματος, εάν επιθυμούμε μια γρήγορη και αποτελεσματική λύση.
Σε 4 άξονες η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων
Η συνολική στρατηγική που ακολουθήθηκε στον τομέα διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνεργασία με την Πολιτεία, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ και φυσικά τα πιστωτικά ιδρύματα, κινήθηκε μέχρι τώρα σε τέσσερις άξονες.
Ο πρώτος άξονας αφορά την περαιτέρω οργάνωση και ενίσχυση του υφιστάμενου θεσμικού και εποπτικού πλαισίου, που διέπει τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διέγνωσε εγκαίρως τη σημασία της αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τη θωράκιση του τραπεζικού κλάδου και την προστασία του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και των δανειοληπτών.
Για το λόγο αυτό, από το 2014 (Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42), καθόρισε το «Πλαίσιο εποπτικών υποχρεώσεων για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων», με το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεώθηκαν να καθιερώσουν οργανωτικά ανεξάρτητη μονάδα διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να θεσπίσουν διακριτή και καταγεγραμμένη στρατηγική διαχείρισής τους, να μεριμνήσουν, ώστε η υλοποίηση της διαχείρισης να υποστηρίζεται από τα κατάλληλα μηχανογραφικά συστήματα και διαδικασίες, και να υποβάλλουν περιοδικές αναφορές προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω επιτόπιων ελέγχων, εξέτασε, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, την προσαρμογή των πιστωτικών ιδρυμάτων στις απαιτήσεις του θεσμικού πλαισίου.
Με νεότερη Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής το 2015, η Τράπεζα της Ελλάδος απαίτησε ενισχυμένη πληροφόρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα, όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς και τον τύπο ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων στις οποίες έχουν προβεί.
Παράλληλα, καθιερώθηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο οποίος θέσπισε τις γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθέτησε βέλτιστες πρακτικές, με στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή της αναγκαίας πληροφόρησης μεταξύ του δανειολήπτη και του ιδρύματος που έχει χορηγήσει την πίστωση. Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε στη σύσταση Γραφείου Συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου του σχεδιασμού και της υλοποίησης της εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ συμμετείχε και στο συντονιστικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των οφειλετών με μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά χρέη, από κοινού με τα αρμόδια Υπουργεία και τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Τέλος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, διαμορφώθηκε από τον Ιούνιο του 2016 ένα πλέγμα επιχειρησιακών στόχων, που διέπει τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ουσιαστικά, δηλαδή, έχουν συμφωνηθεί με τα πιστωτικά ιδρύματα συγκεκριμένες δεσμευτικές τιμές, με γνώμονα την αποκλιμάκωση του μεγέθους των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Είναι, δε, ιδιαίτερα σημαντικό ότι με τη νεότερη αναθεώρηση της στοχοθεσίας προβλέπεται ότι το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα υποχωρήσει κάτω από τα 35 δισεκ. ευρώ στα τέλη του 2021 έναντι 105 δισεκ. ευρώ στα μέσα του 2016, και 88,9 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2018.
Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, δυσανάλογα μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων ήταν βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, που κατά κανόνα δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά το μεταθέτουν στο μέλλον. Επίσης, παρατηρείται κάποια αδράνεια στη διαχείριση εκείνων των απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν ήδη καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση που είχαν συνάψει με τον οφειλέτη. Πρόκληση αποτελεί και η αποτελεσματική διαχείριση των κοινών πιστούχων, όπου απαιτείται ευθυγραμμισμένη δράση και καλή συνεργασία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ο δεύτερος άξονας αφορά την άρση των εμποδίων για την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με την Πολιτεία προχώρησε σε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών, οι οποίες στόχο είχαν την άρση των πάσης φύσεως εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ΤτΕ προχώρησε, σε συνεργασία με την Πολιτεία, και σε νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο την άρση των φορολογικών εμποδίων στην ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Συγκεκριμένα, θεσμοθετήθηκε το πλαίσιο για την αντιμετώπιση των λογιστικών ζημιών που προκύπτουν από τις διαγραφές και πωλήσεις δανείων από το χρηματοπιστωτικό τομέα. Με τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία προβλέπεται η δυνατότητα να μετατρέπουν τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση έναντι του Δημοσίου (DTCs) από το λογιστικό έτος 2016. Σύμφωνα, μάλιστα, με την τελευταία τροποποίηση, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μπορεί να συμψηφιστεί με τους οφειλόμενους φόρους εισοδήματος για χρονικό διάστημα 20 ετών. Το ίδιο χρονικό διάστημα προβλέπεται επίσης για τη σταδιακή απόσβεση των ζημιών, που οφείλονται σε διαγραφές και εκποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ επιπρόσθετα αυστηρά καθορίζεται η προέλευση των ζημιών.
Ο τρίτος άξονας αφορά την ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Δημιουργήθηκε, εκ του μηδενός, αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο ίδρυσης, αδειοδότησης και εποπτείας Εταιριών Διαχείρισης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Συγκεκριμένα, στο νόμο προβλέπονται διαφορετικές διατάξεις για τις επιχειρήσεις που σκοπεύουν να ασκήσουν μόνον διαχείριση και για εκείνες που σκοπεύουν να προβούν, στο πλαίσιο της διαχείρισης, και σε αναχρηματοδοτήσεις δανείων. Επισημαίνεται ότι, με βάση το πλαίσιο αυτό, μέχρι σήμερα έχουν αδειοδοτηθεί και δραστηριοποιούνται στη χώρα δεκατέσσερις εταιρίες, οι οποίες εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες, όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή.
Η ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς των NPLs
Η ανάπτυξη αυτής της δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων, εξασφαλίζοντας στους ενδιαφερόμενους επενδυτές πολλαπλές επιλογές αποτελεσματικής διαχείρισης.
Σημαντικός, επίσης, παράγοντας είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των μηχανισμών εκκαθάρισης ιδιωτικού χρέους. Σε αυτό αναμφισβήτητα συμβάλλει θετικά η χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, δεδομένου ότι συνεισφέρει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, που αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους.
Επιπρόσθετα, η βελτίωση των υποδομών με την ενίσχυση της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα της Πολιτείας. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και, κατά συνέπεια, της άμεσης ρύθμισης των εν λόγω μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στην ενίσχυση της τιμής των υπό ρευστοποίηση εμπράγματων εξασφαλίσεων και κατ’ επέκταση της εύρυθμης λειτουργίας και περαιτέρω ανάπτυξης της δευτερογενούς αγοράς δανείων.
Υπό το πρίσμα αυτό, αναδεικνύεται ως ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας η ενίσχυση και επίσπευση της εκκαθάρισης των υποθέσεων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας με βάση το ν. 3869/2010 ή, όπως πλέον έχει καθιερωθεί, το «νόμο Κατσέλη».
Επισημαίνεται ότι έχουν γίνει βήματα για την επιτάχυνση του χρόνου εφαρμογής της νομοθεσίας, και η ικανότητα και αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος έχει ενισχυθεί, με το διορισμό νεοπροσληφθέντων δικαστών στα Δικαστήρια Πρωτοδικείου, προκειμένου να μειωθούν οι καθυστερήσεις και να προωθηθούν οι ημερομηνίες ακρόασης. Παρ’ όλα αυτά, ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων είναι αξιοσημείωτα μεγάλος και οι χρονικές υστερήσεις εκδίκασης των υποθέσεων ακόμη ιδιαίτερα σημαντικές.
Ο τέταρτος άξονας αφορά νέες πρωτοβουλίες για συστημικές λύσεις.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ ενός πιο εξωστρεφούς παραγωγικού υποδείγματος που θα βασίζεται στους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα όμως απαιτείται και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική όσο και έγκαιρη διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Με τις διοικητικές και νομοθετικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο των τριών αξόνων που προαναφέρθηκαν, και με τις σημαντικές προσπάθειες των εποπτευόμενων τραπεζών, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, που αντανακλάται στη μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Όπως προαναφέρθηκε, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Ιουνίου του 2018 σε 88,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 5,6 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017 και κατά περίπου 18,2 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 1/6) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (3,3 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (2,1 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παρέμεινε τον Ιούνιο του 2018 σε υψηλό επίπεδο (47,8%).
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021. Το ποσοστό αυτό όμως, παρότι σημαντικά χαμηλότερο του σημερινού, δεν παύει να είναι πολύ υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που σήμερα βρίσκεται κάτω από 4%.
Έχουμε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν τονίσει τη σημασία μιας συστημικής λύσης στο πρόβλημα του υψηλού αποθέματος δανείων σε καθυστέρηση, εφόσον κρίνεται επιθυμητή η ταχεία σύγκλιση του ποσοστού των ΜΕΑ στην Ελλάδα με αυτό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η λύση αυτή, είτε έλθει με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, είτε μέσω οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης, θα πρόκειται αναμφίβολα για ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας δεν έχει τύχει των ευεργετημάτων μιας παρόμοιας συστημικής λύσης, σε αντίθεση με τους τραπεζικούς τομείς άλλων χωρών-μελών της ευρωζώνης, που έλαβαν τις σχετικές εγκρίσεις από τις ευρωπαϊκές αρχές.
Το σχέδιο της ΤτΕ για τα κόκκινα δάνεια
Στο πλαίσιο αυτό η ΤτΕ επεξεργάστηκε και παρουσίασε στις 22 Νοεμβρίου ένα φιλόδοξο σχέδιο ταχείας αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση (τα μισά, περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs), που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους, σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle).
Τα δάνεια θα μεταβιβασθούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού από το Ελληνικό Δημόσιο με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος). Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης. Εκτιμούμε, δε, ότι μπορεί να υπάρξει αξιόλογο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις επί μέρους τάξεις ομολογιών.
Είναι προφανές ότι μία τέτοια κίνηση συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών εντός 2-3 ετών. Παράλληλα, δημιουργείται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαμόρφωσης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και της ανθεκτικότητας στην απορρόφηση κλυδωνισμών από μελλοντική κρίση. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών.
Εάν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν, η δραστική μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιδράσει καταλυτικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα, μέσω δύο διαύλων:
(α) της αύξησης της προσφοράς τραπεζικών δανείων και
(β) της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού τομέα.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και στη βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Όμως, πέραν αυτού, εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να βελτιωθούν σε διατηρήσιμη βάση η οργανική κερδοφορία των τραπεζών και η εσωτερική δημιουργία εποπτικών κεφαλαίων. Είναι γεγονός ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια του έτους που διανύουμε, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν κατά μέσο όρο να σχηματίζουν προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων 2% περίπου του σταθμισμένου ενεργητικού τους. Τα έξοδα αυτά δεν είναι δυνατόν να περιορισθούν όσο ο δείκτης ανοιγμάτων σε καθυστέρηση είναι γύρω στο 40%. Επιπρόσθετα, εάν αναλογισθούμε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με τους κανόνες του Πυλώνα 2, θα καταλήξουμε εύλογα στο συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, εάν δεν προηγηθεί σημαντική βελτίωση στα προβλήματα αυτά.
Εφόσον αντιστραφούν οι τάσεις που παρατηρούνται έως τις μέρες μας, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς η οικονομία ανακάμπτει, με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους, λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σταδιακά καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που, εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.
Καίριας σημασίας είναι η διευκόλυνση της παροχής οικονομικής στήριξης σε νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερη δυναμικότητα, σε σύγκριση με τις ήδη εδραιωμένες, και δύνανται να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης, υπογράμμισε ο Γ. Στουρνάρας.