ΣΕΒ: Υπερφορολόγηση και κοινωνικές παροχές προβληματίζουν τις αγορές
Δριμεία κριτική στο μείγμα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης ασκεί ο ΣΕΒ, τονίζοντας τη διολίσθηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στη χώρα.
Όπως σημειώνει ο Σύνδεσμος στη μηνιαία ανάλυσή του, «η παραγωγή υπερπλεονασμάτων μέσω υπερφορολόγησης για την, εκ των υστέρων, διοχέτευση πόρων στην κατανάλωση, ιδίως σε προεκλογική περίοδο, προκαλεί τον προβληματισμό των αγορών και της επιχειρηματικής κοινότητας, όσον αφορά στην ορθότητα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής».
Πέραν των αναταράξεων στις αγορές, με τις τιμές των ομολόγων και των μετοχών να έχουν διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα, η κατάσταση αυτή επηρεάζει αρνητικά και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, με τον δείκτη οικονομικού κλίματος να έχει εισέλθει σε καθοδική τροχιά. Αντιθέτως σε ανοδική τροχιά κινείται η καταναλωτική εμπιστοσύνη, τονίζει ο ΣΕΒ.
Αν και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, η ανάκαμψη δεν επιταχύνεται επαρκώς, με αποτέλεσμα οι διεθνείς οργανισμοί να προβλέπουν μεσοπρόθεσμα σχετικά μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%. Το ακολουθούμενο μείγμα πολιτικής στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στη διατήρηση του φορολογικού βάρους της ιδιωτικής οικονομίας σε υψηλά επίπεδα και της μετατόπισης πόρων όχι σε επενδύσεις (καθώς περικόπτεται και ο προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων), αλλά στην κατανάλωση μέσω κοινωνικών παροχών.
Οι παρεμβάσεις αυτές δεν διαθέτουν το αναγκαίο ισχυρό αναπτυξιακό αποτύπωμα, υποστηρίζει ο ΣΕΒ. Οι οικονομικά ασθενέστεροι δεν μπορούν να στηρίζονται σε μόνιμη βάση σε κοινωνικά επιδόματα, που χρηματοδοτούνται με την υπερφορολόγηση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Πρέπει να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές και μισθούς. Και αυτό μόνο με επενδύσεις επιτυγχάνεται.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με πρόσφατη αναθεώρηση των εθνικών λογαριασμών, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά +1,5%, αντί +1,4%, κυρίως λόγω αλλαγών στους αποπληθωριστές ιδιωτικής κατανάλωσης. Έτσι, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά +0,9% το 2017, έναντι +0,1% σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις. Με βάση τις αναθεωρήσεις αυτές, η περαιτέρω άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά +0,8% το 2018 και +0,9% το 2019 θα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αφενός λόγω της επίδρασης βάσης, καθώς οι μετρήσεις του 2018 συγκρίνονται πλέον με τα υψηλότερα μεγέθη του 2017, και αφετέρου εξαιτίας της συνέχισης της υπερφορολόγησης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΕ, ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται να ενισχυθεί ελαφρά μέχρι το 2020 και στη συνέχεια να παραμείνει σταθερός, καθώς ένα μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος θα διατεθεί για τη βελτίωση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο παραμένει αρνητικό (-7,2% το 2017). Παράλληλα, ο δυναμισμός των εξαγωγών αναμένεται να διατηρηθεί, αν και η αυξημένη ζήτηση για εισαγωγές, λόγω της ανόδου των επενδύσεων, θα συγκρατήσει τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ σε χαμηλό επίπεδο.