Ρίχνουν... κατακόρυφα τον πήχη προστασίας της πρώτης κατοικίας οι δανειστές
Στο καυτό «μέτωπο» του νόμου Κατσέλη μεταφέρεται το «πόκερ» κυβέρνησης και δανειστών και μάλιστα κρίνεται ως ιδιαίτερα «σκληρό» όσον αφορά το ελληνικό αίτημα περί παράτασής του, ενώ σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα η ισχύς του τερματίζεται με τη έναρξη της νέας χρονιάς.
Καιρό τώρα πληροφορίες από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι οι θεσμοί έχουν εγείρει τις ενστάσεις τους ως προς το ζήτημα. Επικαλούνται το ρόλο του νόμου, ο οποίος υιοθετήθηκε για έκτακτες ανάγκες, καθώς και τη μακρόσυρτη ισχύ του, από το 2010, δηλαδή εδώ και μία 8ετία, που σημαίνει πως πλέον έχει χαθεί ο χαρακτήρας της προσωρινότητας.
Οι δανειστές επισημαίνουν ακόμη πως η όποια περαιτέρω παράταση θα υπέθαλπε νέες καταχρηστικές προσφυγές στο νόμο, αντί για τη ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεων των δανειοληπτών με τις τράπεζες.
Όπως προκύπτει δε από την έκθεση της Κομισιόν, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας χθες, οι θεσμοί θέτουν όρους και προϋποθέσεις, ώστε ο νόμος να παραταθεί τουλάχιστον για τις πραγματικά ευάλωτες ομάδες.
«Η προσαρμογή θα αποτελούσε σημαντική αλλαγή σε σχέση με τη συμφωνία που επετεύχθη στα τέλη του 2015», αναφέρεται στην Έκθεση. «Χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες για τη σωστή αξιολόγηση και οποιαδήποτε νομοθετική αλλαγή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από διάλογο με όλους τους ενδιαφερόμενους», συμπληρώνεται.
Μια πιθανή προσαρμογή δεν θα πρέπει, σύμφωνα με την Κομισιόν, να παρεμποδίζει τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Θα πρέπει να έχει μικρότερο πεδίο εφαρμογής, να συνδυάζεται με αυστηρούς όρους, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου της αξίας του ακινήτου, ώστε η προστασία αυτή να απευθύνεται κυρίως στους πιο οικονομικά ευάλωτους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η σύσταση του SSM στις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι ο πήχης για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς να πέσει στα 75.000 ευρώ.
Σημειώνεται πως ο νόμος Κατσέλη παρέχει σήμερα προστασία στην πρώτη κατοικία σε ένα εύρος αντικειμενικών αξιών από 180.000 ευρώ για τον άγαμο έως 220.000 ευρώ για τον έγγαμο, προσαυξημένη επιπλέον κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί.