Ο ΣΕΒ «δένει» την αύξηση μισθών με την ανταγωνιστικότητα
Ξεκάθαρο μήνυμα προς την κυβέρνηση εν όψει της φερόμενης ως αύξησης του κατώτατου μισθού που έχει προαναγγείλει η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου στέλνει την Πέμπτη ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, στην εβδομαδιαία ανάλυση του.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Συνδέσμου, «σε μια χώρα που οι μεγάλες επενδύσεις περιμένουν χρόνια και δεκαετίες για να πάρουν το “πράσινο φως”, ή καταλήγουν σε διαιτησίες και δικαστήρια, ή και την αποχώρηση, επειδή δεν τηρούνται οι νόμοι, δεν είναι δυνατόν να γίνουν περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις, ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να δοθούν καλύτεροι μισθοί».
«Σε μια τέτοια χώρα, η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπ’ όψιν τις επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, την απασχόληση και την ακόμα πολύ υψηλή ανεργία», συμπληρώνει ο ΣΕΒ, ενώ τονίζει ότι «σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων είναι αποτέλεσμα των επενδύσεων που οδηγούν σε συσσώρευση μέσων παραγωγής, και κερδίζονται με την παραγωγική εργασία στους χώρους δουλειάς και όχι σε υπουργικά γραφεία».
Ο ΣΕΒ σημειώνει ότι σε ορισμένες από τις εκθέσεις που έχουν κατατεθεί για το ζήτημα του κατώτατου μισθού, διατυπώνονται απόψεις που προτάσσουν τις θετικές επιπτώσεις μιας αύξησής του στη ζήτηση, και κατά προέκταση την εδραίωση μιας πορείας ανάπτυξης, ενώ, ταυτόχρονα, αναφέρουν ότι ο κατώτατος μισθός αφορά μικρό αριθμό εργαζομένων, και, συνεπώς, μια αύξησή του θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην οικονομία.
«Δεν εξετάζουν, πόσο μάλλον δεν απαντούν, πως από τη μια μπορεί να έχει ευεργετικές επιπτώσεις μέσω της τόνωσης της ζήτησης, και από την άλλη να έχει επίδραση μόνο σε ένα μικρό μέρος της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, υποβαθμίζουν το σημαντικό μερίδιο της ζήτησης/ ιδιωτικής κατανάλωσης στο εγχώριο ΑΕΠ (70% έναντι 56% στην ΕΕ) και ότι αυτό που επείγει είναι η τόνωση της προσφοράς/παραγωγής πρωτίστως στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών και η ταχύτερη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και της απασχόλησης έναντι της κατανάλωσης», συμπληρώνει ο ΣΕΒ.
Όπως τονίζει ο Σύνδεσμος, η πραγματικότητα είναι ότι μεγάλο μέρος της αγοράς μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα (1/4) έχει αμοιβές κάτω των 600 ευρώ, ιδίως σε κλάδους όπως η εστίαση (25,5%) και το εμπόριο (22,7%), το 56% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργάζεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έως 49 εργαζομένων, ενώ το 77% των μισθωτών στις μικρές επιχειρήσεις αμείβονται με αποδοχές κατώτατου και υποκατώτατου μισθού.
«Με αυτά τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία της του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, καθώς αντανακλούν τη σημερινή εργασιακή πραγματικότητα, η επίπτωση στην αγορά εργασίας από την όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα είναι αμελητέα. Και είναι πολύ πιθανό ότι θα μεγαλώσει η ήδη διαδεδομένη αδήλωτη ή ημιδηλωμένη εργασία, όταν, μάλιστα, οι δυνατότητες ελέγχου για την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας στις μικρές επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον περιορισμένες αν όχι ελλιπείς», υπογραμμίζει ο ΣΕΒ, ενώ σημειώνει πως, σε ό,τι αφορά την πιθανή θετική επίπτωση μιας αύξησης της ζήτησης, στην Ελλάδα της αποδυναμωμένης παραγωγικής βάσης, των αδύναμων εξαγωγών και της υψηλής ροπής προς κατανάλωση και εισαγωγές, μια προσπάθεια τεχνητής τόνωσης της ζήτησης, που δεν προέρχεται από αύξηση της παραγωγικότητας, θα πάει σε «ξένες τσέπες», διευρύνοντας περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον ΣΕΒ, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι απόψεις των υπόλοιπων φορέων και ιδρυμάτων, οι οποίοι με στις δικές τους εκθέσεις επισημαίνουν κινδύνους α) σε κλάδους που βασίζουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα στο υφιστάμενο ύψος του ονομαστικού μισθολογικού κόστους και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, β) σε επιχειρήσεις που ακόμα δεν έχουν ξεπεράσει την κρίση και βαρύνονται από την κληρονομιά της, γ) στον κίνδυνο εύκολης μετατόπισης δηλωμένης απασχόλησης σε ημιδηλωμένη ή αδήλωτη, ειδικά σε μικρότερες επιχειρήσεις και με δεδομένη την κουλτούρα παραβίασης των φορολογικών και εργασιακών νόμων.
Ο ΣΕΒ παρατηρεί εξάλλου ότι όσοι παραπέμπουν στο παράδειγμα της Πορτογαλίας που προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το δικό της μνημόνιο, πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι ο κατώτατος μισθός στην Πορτογαλία εξακολουθεί και σήμερα να είναι χαμηλότερος από αυτόν της Ελλάδας καθώς επίσης ότι το διαθέσιμο εισόδημα των Πορτογάλων είναι υψηλότερο της Ελλάδας λόγω χαμηλότερων ασφαλιστικών εισφορών και φόρων στην εργασία.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη, ειδικά στην παρούσα συγκυρία της αναιμικής ανάκαμψης, η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων μέσω αύξησης του κατώτατου μισθού να μην οδηγήσει σε αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις.
Όπως προτείνει ο ΣΕΒ, «η οποιαδήποτε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε να προχωρήσει -όχι μόνο με αναστροφή της αύξησης που είχε γίνει το 2016- αλλά και με μια πρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω της μείωσης του “αφορολόγητου”.Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, η μείωση του οριζόντιου “αφορολόγητου”, όμως, πρέπει την ίδια ώρα να συμπληρωθεί από μια γενναία, ουσιαστική και όχι προσχηματική αύξηση της επιστροφής φόρου στις οικογένειες με παιδιά, για παράδειγμα, 500 ευρώ για κάθε παιδί αντί 50 ευρώ που ισχύει σήμερα, ώστε να αυξηθεί σημαντικά το αφορολόγητο, καθώς και μια αύξηση της επιστροφής φόρου, για παράδειγμα κατά 200 ευρώ ανά 5ετία αύξησης της ηλικίας στους συνταξιούχους άνω των 70 ετών».
«Έτσι, η ήδη νομοθετημένη μείωση του “αφορολόγητου” δεν θα τραυματίσει τους αδυνάμους. Αντίθετα, θα θωρακίσει το διαθέσιμο εισόδημα από μισθούς και συντάξεις, και θα ενισχύσει το κοινωνικό κράτος. Παράλληλη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να ενισχυθούν και οι ενεργές πολιτικές απασχόλησης, αφενός υποστήριξης των νέων, ιδίως με δεδομένη την πρόθεση κατάργησης του “υποκατώτατου” μισθού, και αφετέρου της δια βίου επανεκπαίδευσης όσων έχουν χαμηλές δεξιότητες, καθώς και όσων έχουν χάσει τις δεξιότητες τους όντας μακροχρόνια άνεργοι», καταλήγει ο ΣΕΒ.