Στη «δίνη» των ιταλικών δονήσεων οι ελληνικές τράπεζες
Οι Έλληνες τραπεζίτες παρακολουθούν με ιδιαίτερη αγωνία τις εξελίξεις στην Ιταλία, καθώς το ξέσπασμα της κρίσης στη γειτονική χώρα προκάλεσε τη «βουτιά» των τραπεζικών μετοχών πριν από μερικές εβδομάδες.
Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν η χθεσινή δήλωση - η οποία, ωστόσο, πέρασε στα… ψιλά - του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ ότι ο «ιταλικός «τυφώνας» χτύπησε δύο ελληνικές τράπεζες». Η επισήμανση αυτή εξηγεί, γιατί οι μετοχές του κλάδου βρέθηκαν στο «στόχαστρο».
Ο Ρέγκλινγκ προειδοποίησε για τα αυξανόμενα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι ιταλικές τράπεζες λόγω των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων, τονίζοντας βέβαια ότι η περίπτωση της Ισπανίας ήταν διαφορετική, όταν η Μαδρίτη ζήτησε τη στήριξη του ESM το 2012.
Πέρα, όμως, από το ιταλικό ζήτημα, την έντονη αβεβαιότητα για την εγχώρια τραπεζική αγορά εντείνουν και οι πολιτικές της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία απέρριψε την υιοθέτηση της προληπτικής γραμμής στήριξης για τη λεγόμενη μεταμνημονιακή εποχή. Στην πραγματικότητα, με την άρνησή της η ίδια ανέλαβε το ρίσκο οι τράπεζες να μείνουν «γυμνές», ύστερα από τη λήξη του προγράμματος, επιστρέφοντας στις τραγικές εποχές του 2015.
Δημιουργούνται, λοιπόν, συνθήκες ασφυξίας και αποκλεισμού τόσο του Δημοσίου όσο και των τραπεζών από τις αγορές.
Οι ελληνικές τράπεζες τώρα θα πρέπει να δανείζονται με μεγάλο κόστος, ακολουθώντας εκείνο του Δημοσίου. Πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν ότι οι πόρτες των αγορών είναι εδώ και μερικές ημέρες κλειστές για τις συστημικές.
Εάν οι τράπεζες παραμείνουν εκτός για καιρό ακόμη, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου (10 δισ. ευρώ υπολογίζει το ΔΝΤ), ή σε νέα ομολογιακά, τα οποία θα συναφθούν μάλλον με υψηλά επιτόκια.
Το ερώτημα εδώ είναι, ποιός θα βάλει κεφάλαια για μία ακόμη φορά στις ελληνικές τράπεζες;
Η αγορά φοβάται ότι για να στηριχθούν οι τράπεζες θα πρέπει το κράτος να βάλει πλάτη και να δώσει στα τραπεζικά ιδρύματα κεφάλαια από το περίφημο «μαξιλάρι» ασφαλείας, των 30 δισ. ευρώ.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές από την αρχή της κρίσης χρέους –με πιο πρόσφατη το 2015. Το δημόσιο δήλωσε ότι οι τράπεζες είναι τώρα καλά κεφαλαιοποιημένες και είναι έτοιμες να επωφεληθούν από την αναδυόμενη οικονομική ανάκαμψη. Επίσης δήλωσε ότι οι τράπεζες έχουν τώρα νέα μέσα στη διάθεσή τους να επιλύσουν ζητήματα επισφαλών δανείων, όπως οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες και ο εξωδικαστικός μηχανισμός.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αποτελούν περίπου το 50% των assets των ελληνικών τραπεζών –περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ. Και το περισσότερο κεφάλαιό τους αποτελείται από αναβαλλόμενος φορολογικές απαιτήσεις έναντι του ελληνικού δημοσίου.