Σταϊκούρας: Η ΝΔ προτείνει διπλασιασμό του επιδόματος θέρμανσης
Επίθεση κατά της κυβέρνησης για το ζήτημα της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης εξαπολύει ο Χρήστος Σταϊκούρας.
Ειδικότερα, ο τομεάρχης Οικονομικών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τονίζει πως «ο διπλασιασμός του επιδόματος θέρμανσης που προτείνει η ΝΔ ανακουφίζει τους πολίτες ενόψει των δυσκολιών που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν».
Όπως τόνισε ο κ. Σταϊκούρας «φέτος η τιμή διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης αναμένεται αυξημένη, εξαιτίας αφενός της φορολογικής επιβάρυνσης που έχει φέρει η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και αφετέρου της διεθνώς υψηλότερης τιμής του πετρελαίου», ενώ ανέφερε ότι «η εξέλιξη αυτή θα εντείνει τις μεγάλες δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά».
«Η κατάσταση οξύνεται ακόμη περισσότερο από την επιλογή της Κυβέρνησης να περικόψει δραστικά το κονδύλι για το επίδομα του πετρελαίου θέρμανσης, στο 1/4 σχεδόν αυτού που ήταν το 2014 -από 210 εκατ. ευρώ στα 60 εκατ. ευρώ- και να αυστηροποιήσει τα κριτήρια χορήγησής του που οδήγησαν σε περιορισμό των δικαιούχων, κατάργηση της προκαταβολής και μείωση της επιδότησης ανά λίτρο», πρόσθεσε.
Παράλληλα ο κ. Σταϊκούρας υπενθύμισε ότι «η προηγούμενη Κυβέρνηση της Νέα Δημοκρατίας μείωσε τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στο πετρέλαιο θέρμανσης, αύξησε το αντίστοιχο επίδομα και διεύρυνε τα κριτήρια χορήγησής του».
Σύμφωνα με τον τομεάρχη Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας «έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, είναι αναγκαίος τουλάχιστον ο διπλασιασμός του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης, στα 120 εκατ. ευρώ, επαναφέροντας παράλληλα τα διευρυμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια χορήγησης του 2014».
«Το επιπλέον ποσό των 60 εκατ. ευρώ μπορεί να ενταχθεί στη διανομή κοινωνικού μερίσματος και να αντληθεί από τον δημοσιονομικό χώρο που υποστηρίζει η Κυβέρνηση ότι υφίσταται. Εναλλακτικά, μπορεί να χορηγηθεί από το αποθεματικό του κρατικού προϋπολογισμού, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για έκτακτη ανάγκη που οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας είναι ένα αυτονόητο μέτρο δικαιοσύνης και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει αποδεκτή», κατέληξε.