Οι τράπεζες πληρώνουν τα «εγκλήματα» του ΣΥΡΙΖΑ
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας είχε κτυπήσει το «καμπανάκι» αρκετές φορές στην κυβέρνηση ότι θα έπρεπε να ζητήσει προληπτική γραμμή στήριξης για την περίοδο μετά την έξοδο από τα προγράμματα. Κάθε φορά η κυβέρνηση τον αντιμετώπιζε ως… εχθρό του ελληνικού λαού, τον οποίο θέλει υποδουλωμένο σε νέο μνημόνιο.
Η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο έρχεται να δικαιώσει τον διοικητής της ΤτΕ, καθώς με την υιοθέτηση της προληπτικής γραμμή οι αποδόσεις των ομολόγων θα ήταν πιο χαμηλές από το 4,30% (10ετές ομόλογο) και οι τράπεζες θα συνέχιζαν να δανείζονται με πολύ μικρό κόστος από την ΕΚΤ.
Στην πραγματικότητα, με την άρνησή της η κυβέρνηση Τσίπρα για προληπτική γραμμή στήριξης είναι σαν να αναλαμβάνει το ρίσκο οι τράπεζες να μείνουν «γυμνές» ύστερα από τη λήξη του προγράμματος, επιστέφοντας στις τραγικές εποχές του 2015.
Και αυτό γιατί χωρίς μνημόνιο, χωρίς η χώρα να είναι σε πρόγραμμα, η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα, ως ενέχυρο χρηματοδότησης των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Χωρίς πρόγραμμα, η παραμονή των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία κοντά στα «σκουπίδια», μέχρι να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας, βάζει αυτόματα «κόφτη» στην αποδοχή τους από το ευρωσύστημα.
Κλειστές οι πόρτες των αγορών
Όμως, χωρίς την προληπτική γραμμή οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να δανείζονται με μεγάλο κόστος, ακολουθώντας αυτό του δημοσίου. Όμως σύμφωνα με πληροφορίες που κυκλοφορούν στην αγορά, εδώ και μερικές ημέρες, θέλουν τις ελληνικές τράπεζες να βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των αγορών.
Εάν οι τράπεζες χάσουν την πρόσβαση στις αγορές για καιρό θα πρέπει να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου (10 δις. ευρώ υπολογίζει το ΔΝΤ), ή να προσχωρήσουν σε νέα ομολογιακά τα οποία θα συναφθούν μάλλον με υψηλά επιτόκια.
Όμως ποιος θα βάλει κεφάλαια για μία ακόμη φορά στις ελληνικές τράπεζες;
Η αγορά φοβάται ότι για να στηριχθούν οι τράπεζες θα πρέπει το κράτος να βάλει πλάτη και να δώσει στα τραπεζικά ιδρύματα κεφάλαια από το περίφημο «μαξιλάρι» ασφαλείας, των 30 δις. ευρώ. Έτσι στην ουσία θα έχουμε κρατικοποίηση των τραπεζών, κάτι που φοβάται η αγορά.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες είναι τα «κόκκινα» δάνεια, για τα οποία θα πρέπει να «κάψουν» κεφάλαια για να μειωθούν.
Όπως τονίζει στο «xrimaonline.gr» υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος ένα στοιχείο που προβληματίζει τους επενδυτές είναι το γεγονός ότι δεν «πάνε καλά» οι ρυθμίσεις των «κόκκινων» δανείων, γεγονός που εάν συνεχιστεί μπορεί να αναγκαστούν οι τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις τους, μειώνοντας τα κέρδη εις βάρος των μετόχων.
Το ίδιο στέλεχος μας επισημαίνει ότι τα δάνεια που περνούν στο «κόκκινο» είναι περισσότερα από αυτά που θεραπεύονται με ρυθμίσεις. Δηλαδή, εξακολουθεί να υπάρχει μια δυσμενής δυναμική διόγκωσης των προβληματικών χαρτοφυλακίων.
Σημειώνεται ότι ακόμη και με τις καλύτερες προϋποθέσεις, παρά τη θεαματική πτώση που σχεδιάζεται να επιτευχθεί στα NPEs μέχρι τα τέλη του 2019 (δείκτης NPEs στο 35,2%), ο στόχος του μέσου ευρωπαϊκού όρου (6,5%) θα παραμένει ακόμη μακρινός για τις ελληνικές τράπεζες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ, όταν το ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί μόλις το 1,2% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανά κατηγορία δανείων, διαμορφώνονται σε 41,5% για τα στεγαστικά, 44,4% για τα επιχειρηματικά και 54% για τα καταναλωτικά δάνεια και αφορούν περίπου 464 χιλιάδες, 423 χιλιάδες και 1,9 εκατομμύρια δανειολήπτες αντίστοιχα.
Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί για τη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στα 67 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης να εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2018 και το 2019.
Οι ζημιές του…ΣΥΡΙΖΑ
Τεράστιες ζημιές και στις ελληνικές τράπεζες έχει προκαλέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι οποίες υπολογίζονται γύρω στα 40 δισ. ευρώ, με τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση.
Όταν έγινε η πρώτη, η αξία των μετοχών των τραπεζών στο ΤΧΣ υπολογιζόταν στα 23 διΣ ευρώ που ανήκαν στους Έλληνες φορολογούμενους. Σήμερα, εξαιτίας του τρόπου της ανακεφαλαιοποίησης από την κυβέρνηση Τσίπρα, η συμμετοχή του ΤΧΣ έχει εξαϋλωθεί.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι εξαιρετικά εύθραυστη η επάνοδος των ελληνικών τραπεζών στην κερδοφορία, όσο συνεχίζεται η μείωση των χορηγήσεων. Η πιστωτική συρρίκνωση στερεί από το τραπεζικό σύστημα τη βασικότερη πηγή εσόδων, δηλαδή τα έσοδα από τόκους, και την ίδια στιγμή υπονομεύει την προσπάθεια βελτίωσης του δείκτη των εξόδων, ο οποίος αν και με σημαντικές διαφορές ανά τράπεζα, επιβαρύνθηκε το πρώτο εξάμηνο.
Αυτό επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών που δείχνουν νέα μείωση των εσόδων από τόκους το πρώτο εξάμηνο του 2018 σε ποσοστό από -1,5% έως και -22,5%.
Την ίδια στιγμή αυξημένα σε ποσοστό από 0,5% έως 5,5% είναι τα έσοδα από προμήθειες. Οι τράπεζες έχουν ρίξει το βάρος στην ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες ειδικά μετά την επιβολή των capital controls. Σε κάθε περίπτωση όμως οι προμήθειες αποτελούν κλάσμα των επιτοκιακών εσόδων και δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τη βασική πηγή οργανικής κερδοφορίας. Η μείωση των εσόδων από τόκους συμβαδίζει και με την εξέλιξη των χορηγήσεων, το ύψος των οποίων, μετά και τον υπολογισμό των προβλέψεων για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μειώθηκε περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τη μεγαλύτερη μείωση εσόδων από τόκους, που φθάνει το 22,5%, εμφανίζει το πρώτο εξάμηνο η Εθνική. Η Πειραιώς εμφανίζει μειωμένα έσοδα από τόκους κατά 16%, στα 699,5 εκατ. ευρώ και μείωση των χορηγήσεων κατά 15,1%, στα 39,4 δισ. ευρώ. Για την Alpha Bank τα έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν στα 902,8 εκατ. ευρώ και η μείωση περιορίζεται στο 7,5%, ενώ οι χορηγήσεις μετά από προβλέψεις υποχώρησαν κατά 5,9% και το ύψος του δανειακού χαρτοφυλακίου της τράπεζας ανήλθε στα 41,2 δισ. ευρώ. Τη μικρότερη μείωση των εσόδων από τόκους εμφανίζει στο πρώτο εξάμηνο η Eurobank, καταγράφοντας οριακή συρρίκνωση κατά 1,5%, ενώ οι χορηγήσεις της υποχώρησαν κατά 6,7% στα 36,2 δισ. ευρώ.