Alpha Bank: Στήριγμα οι εξαγωγές, όχι η ιδιωτική κατανάλωση
Το μήνυμα ότι η όποια ανάπτυξη που σημειώνεται, βασίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και λιγότερο στην ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης, στέλνει η Alpha Bank μέσω του εβδομαδιαίου δελτίου της οικονομικών εξελίξεων.
Όπως αναφέρεται, "η οικονομία εισήλθε το 2017 σε πορεία αναπτύξεως, η οποία επιταχύνθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2018 μετά από μια μακρά περίοδο υφέσεως. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα αναπτυξιακή διαδικασία σε σχέση με αυτήν που επικρατούσε πριν από την κρίση αφορά στη σύνθεση της συνολικής ζητήσεως. Η επιτάχυνση του ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομίας στηρίζεται σήμερα περισσότερο στη ζήτηση από τον εξωτερικό τομέα και λιγότερο στην ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής καταναλώσεως.
Το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στη συνολική ζήτηση στην οικονομία αυξήθηκε από 22,5% του ΑΕΠ το 2007, σε 31,9% το 2017 και 33,2% το πρώτο εξάμηνο του 2018. Η συμβολή του εξωτερικού τομέα στον ρυθμό μεγεθύνσεως της οικονομικής δραστηριότητος έφθασε στο πρώτο εξάμηνο του 2018 τις 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση συνέβαλε κατά μόλις 0,4 εκατοστιαίες μονάδες, οι δε επενδύσεις είχαν αρνητική συμβολή κατά 0,9 εκατοστιαίες μονάδες.
Αντιθέτως, στη δεκαετία πριν από την έλευση της οικονομικής κρίσεως, οι συνιστώσες του ΑΕΠ που στήριζαν την άνθηση της οικονομίας ήταν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, ιδιαίτερα οι επενδύσεις σε κατοικίες. Ειδικότερα, το 2007, πριν την έναρξη της υφέσεως, οι επενδύσεις συνέβαλαν κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενες από την ιδιωτική κατανάλωση (2,6 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ ο εξωτερικός τομέας είχε αρνητική συμβολή κατά 2,4 εκατοστιαίες μονάδες.
Η βελτίωση του εξωτερικού τομέα τα τελευταία έτη, η οποία προήλθε από την ενίσχυση της μεταποιήσεως αλλά και του τουρισμού, αντανακλάται στη θετική εξέλιξη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 16,9%, σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου του 2018, και οι τουριστικές εισπράξεις κατά 17% αντίστοιχα. Το μερίδιο των τουριστικών εισπράξεων και των εξαγωγών αγαθών στο σύνολο του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών έχει ανέλθει αισθητά από το 2007 έως σήμερα. Ειδικότερα το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών επί του συνόλου των εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε στο 24,6% το 2017 (2007: 15,7%), και των τουριστικών εισπράξεων στο 12,9% (2007: 8,6%).
Ειδικά ο κλάδος του τουρισμού, ήταν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως και συνεχίζει να είναι στην τρέχουσα περίοδο ανακάμψεως. Υπολογίζεται ότι ο τουρισμός αποτέλεσε το 6,4% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της οικονομίας το 2016 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), από 5% το 2007, ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων στον κλάδο υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης ανήλθε στο 9,4% της συνολικής απασχολήσεως το 2017 (2007: 7,0%), δηλαδή σχεδόν μία στις 10 θέσεις απασχολήσεως προέρχεται από τον τουρισμό. Σημειώνεται επίσης, ότι τα ανωτέρω μεγέθη υπερβάινουν τους αντίστοιχους μέσους όρους των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, ο κλάδος του τουρισμού ως ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ήταν στο 4,2% στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (στοιχεία 2016) και η απασχόληση στο 6,9%.
Παράλληλα, ο βιομηχανικός τομέας, ο οποίος περιλαμβάνει και τη μεταποίηση, έχει θετική συμβολή στη μεταβολή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της οικονομίας από το 2015. Το 2017, η βιομηχανία συνέβαλε κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες, και στο πρώτο εξάμηνο του 2018 κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες. Ο αριθμός των απασχολουμένων στον κλάδο της μεταποιήσεως αποτελεί το 9,4% της συνολικής απασχολήσεως (στοιχεία πρώτου εξαμήνου 2018).
Η βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΑΕΠ από την πλευρά της ζητήσεως, μέσω της ενισχύσεως των εξαγωγών ορισμένων κλάδων και της παροχής τουριστικών υπηρεσιών. Προκειμένου η εξέλιξη αυτή να έχει το μέγιστο δυνατό αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία θα πρέπει να συνδυασθεί με τη σταδιακή αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας. Έτσι, η ζήτηση, για παράδειγμα, που προκύπτει από την αυξημένη τουριστική κίνηση θα καλύπτεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, περιορίζοντας τις σχετικές εισαγωγές.
Ωστόσο, στην πλευρά της προσφοράς δεν έχει αποτυπωθεί ακόμα η ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας των κλάδων σε βαθμό που θα επιτρέψει την ουσιαστική μεταστροφή του παραγωγικού υποδείγματος της οικονομίας. Όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα 2, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, αν και ενισχύθηκε ελαφρά το 2017 σε σχέση με το 2007, παραμένει σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ο δευτερογενής τομέας έχει υποχωρήσει αισθητά την τελευταία δεκαετία, (κυρίως εξαιτίας της καταρρεύσεως του κλάδου των κατασκευών), ενώ ο τριτογενής τομέας έχει ενισχυθεί και αποτελεί το 80,2% της συνολικής προστιθέμενης αξίας το 2017 (από 77,9% το 2007). Η υποχώρηση της συμμετοχής του ευρύτερου κλάδου "εμπόριο- παροχή καταλύματος και εστίαση-μεταφορές" στο 21% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2017, από 25,5% το 2007 (γαλάζια μπάρα) αποδίδεται στην αποδυνάμωση που υπέστη ο κλάδος του εμπορίου κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως, καθώς ο τουρισμός ενίσχυσε τη συμμετοχή του, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.
Ο κλάδος του τουρισμού, εκτός από την άμεση, έχει πολύ σημαντική έμμεση συμβολή στην οικονομία. Συνυπολογίζοντας τα πολλαπλασιαστικά οφέλη στην υπόλοιπη οικονομία, η έμμεση συμβολή υπολογίζεται ότι ανήλθε στο 22,6% του ΑΕΠ το 2017 (ΣΕΤΕ, Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, Μάιος 2018). Η βελτίωση του τουριστικού προϊόντος μπορεί από τη μία πλευρά να ενισχύσει τις επενδύσεις στον κλάδο και από την άλλη να συνεισφέρει στην αύξηση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, και συνεπώς να συμβάλει στην ενίσχυση της παραγωγής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Η προοπτική αυτή δείχνει τα δυνητικά πολλαπλασιαστικά οφέλη του κλάδου στη συνολική οικονομία.
Η ενδυνάμωση των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες οφείλεται τόσο στην ενίσχυση των ρυθμών οικονομικής αναπτύξεως των άλλων χωρών, όσο και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος, η οποία μετριέται με την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Η πολιτική εσωτερικής υποτιμήσεως που εφαρμόσθηκε κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχολήσεως μείωσε σημαντικά το κόστος εργασίας, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα μετρούμενη με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας να έχει σημαντική βελτίωση".
Η ανταγωνιστικότητα, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή έχει επίσης βελτιωθεί, αλλά σε μικρότερο βαθμό, καταλήγει η Alpha. Βασικοί παράγοντες αυτής της αποκλίσεως είναι κυρίως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών και η διατήρηση στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.