Για τη «χαμένη δεκαετία της Ελλάδας» κάνει λόγο η Eurobank
Στις μεγάλες δυσκολίες που σημειώθηκαν στην ελληνική οικονομία από την αρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι και σήμερα, σε συνδυασμό με το πως αντιμετώπισαν την κρίση οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, 1ον τα στοιχεία της θέσεως που κατέχει σήμερα η ελληνική οικονομία σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 κρατών μελών (ΕΕ-28) και 2ον τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με το πόσο γρήγορα θα πρέπει να τρέξει η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την ΕΕ-28 έτσι ώστε να προσεγγίσει σε ορίζοντα 10ετίας, ή 15ετίας ή 20ετίας τα προ κρίσης (2007) επίπεδα πραγματικής σύγκλισης.
Τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από τη βάση δεδομένων «The Conference Board Total Economy DatabaseΤΜ (Original), March 2018».
Η περίοδος 2007-2017 δύναται να χαρακτηριστεί ως η «χαμένη ελληνική δεκαετία» σε όρους απωλεσθείσας παραγωγής και εισοδήματος. Η πορεία που ακολούθησε το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα τη δεκαετία 2007-2017 χαρακτηρίστηκε από:
1ον ένα έτος ήπιας συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά -0,3% τον πρώτο χρόνο της ελληνικής κρίσης (2008),
2ον 5 χρόνια βαθιάς ύφεσης με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης να διαμορφώνεται στο -5,9%,
3ον ένα έτος σταθεροποίησης, καθώς το 2014 η ελληνική οικονομία έπειτα από ύφεση -3,2% το προηγούμενο έτος σημείωσε θετική μεταβολή σε όρους πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,7%,
4ον δύο χρόνια οριακής συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά -0,3% το 2015 και -0,2% το 2016 και
5ον έναν χρόνο ήπιας ανάκαμψης με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης να αυξάνεται στο 1,4%.
Ως γνωστόν η προαναφερθείσα μακροοικονομική επίδοση είχε ως αποτέλεσμα το 2017 το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα να υπολείπεται κατά -25,4% σε σχέση με το 2007 με την αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών να διαμορφώνεται σε επίπεδα παρόμοια με αυτά που είχε στο τέλος της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο στον στίβο της ανάπτυξης δεν είμαστε μόνοι μας. Την ίδια περίοδο που η ελληνική οικονομία έκανε γοργά βήματα προς τα πίσω σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ), δηλαδή καθώς συρρικνωνόταν το πραγματικό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της οικονομίας μας, οπότε και η ευημερία μας (το ΠΜΚΑ κάθε χώρας μπορεί να θεωρηθεί ως ένας δείκτης ευημερίας, ωστόσο με αρκετές ατέλειες), κάποιοι από τους εταίρους μας στην ΕΕ-28 έκαναν γοργά βήματα προς τα μπροστά (π.χ. Πολωνία, Λιθουανία, Μάλτα και Ρουμανία), άλλοι αναπτυσσόντουσαν με σχετικά μικρό μέσο ετήσιο ρυθμό (π.χ. Ισπανία και Δανία) και 4 χώρες κατέγραφαν συρρίκνωση, μολονότι με ρυθμό πολύ μικρότερο από αυτόν που μειωνόταν το ΠΜΚΑ της Ελλάδος. Οι προαναφερθείσες μακροοικονομικές επιδόσεις είχαν ως αποτέλεσμα:
1ον: τη μεγάλη μείωση του λόγου του πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) της Ελλάδος ως προς τα αντίστοιχα μεγέθη όλων των χωρών της ΕΕ-28. Πιο συγκεκριμένα από το 95,1% του ΠΜΚΑ της ΕΕ-28 το 2007, το επίπεδο της πραγματικής σύγκλισης μειώθηκε στο 69,7% το 2017. Σε σύγκριση με την ΕΕ-15 και την Ευρωζώνη το σχετικό ΠΜΚΑ της Ελλάδος το 2017 μειώθηκε στο 64,6% και 65,8% από 85,3% και 87,1% αντίστοιχα το 2007. Οι προαναφερθέντες λόγοι ΠΜΚΑ Ελλάδος και ΕΕ-28 είναι παρόμοιοι με αυτούς που υπήρχαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
2ον την υποχώρηση της ελληνικής οικονομίας κατά 10 θέσεις στην κλίμακα του πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΠΜΚΑ) της ΕΕ-28. Η Ελλάδα το 2007 ήταν η 14η πλουσιότερη (σε όρους ΠΜΚΑ) οικονομία ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-28 (τότε ΕΕ-27 καθώς η Κροατία έγινε επίσημο μέλος το 2013). Το 2017 ήταν στην 24η θέση με μόλις 4 χώρες να παρουσιάζουν μικρότερο ΠΜΚΑ. Τα εν λόγω κράτη μέλη είναι: Λετονία 102,1%, Κροατία 119,2%, Ρουμανία 125,7% και Βουλγαρία 130,3%. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίες χώρες, λόγω των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης που κατέγραψαν κατά μέσο όρο τη δεκαετία 2007-2017 έκλεισαν μεγάλο μέρος της υψηλής απόστασης που τους χώριζε από την ελληνική οικονομία.
3ον η ελληνική οικονομία για να προσεγγίσει σε ορίζοντα 10ετίας, ή 15ετίας ή 20ετίας τα προ κρίσης (2007) επίπεδα πραγματικής σύγκλισης που είχε με την ΕΕ-28 θα πρέπει να τρέχει με ρυθμούς μεγέθυνσης (σε όρους ΠΜΚΑ) κατά 3,2 ή 2,1 ή 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) υψηλότερους από του αντίστοιχους της ΕΕ-28 (2,8 ή 1,9 ή 1,4 ΠΜ σε σύγκριση με την ΕΕ-15 και την Ευρωζώνη). Συνεπώς η πορεία σύγκλισης σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το αντίστοιχο μέγεθος της ΕΕ-28 προϋποθέτει την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης για ένα πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
4ον δύναται να υποστηριχτεί ότι η δεκαετία 2007-2017 αποτέλεσε την 4η φάση της μακροχρόνιας πορείας του πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος τα τελευταία σχεδόν 70 χρόνια. Από τους πολύ υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της περιόδου από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οδηγηθήκαμε στον στασιμοπληθωρισμό της περιόδου 1979-1995. Στη συνέχεια καταγράφηκε σημαντική ανάκαμψη (1995-2007) η όποια ωστόσο αποδείχτηκε εύθραυστη. Ως γνωστόν ακολούθησε η μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας μας.
Μπορεί να χαρακτηρίζουμε την περίοδο 2007-2017 ως η «χαμένη ελληνική δεκαετία» σε όρους απωλεσθείσας παραγωγής και εισοδήματος ωστόσο δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι σε αυτά τα 10 χρόνια καταγράφηκε μια πρωτοφανής προσαρμογή – παράλληλα με την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων - σε όρους εξάλειψης των μεγάλων ανισορροπιών που είχε η ελληνική οικονομία όπως ήταν τα υψηλά δίδυμα ελλείμματα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης (από -15,1% το 2009 στο +0,8% του ΑΕΠ το 2017) και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από -15,2% το 2007 στο -0,8% του ΑΕΠ το 2017). Ήταν ακριβώς η ύπαρξη αυτών των ελλειμμάτων που καθιστούσε το υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε έως τότε η χώρα εξαιρετικά εύθραυστο (ευάλωτη σε μια πιθανή εξωτερική διαταραχή).
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2009 οδήγησε σε μεταστροφή του κλίματος των αγορών, σε μεγάλη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ (συνοδευόμενη από αύξηση της ανεργίας) των μεγάλων οικονομιών, η κάνουλα του εξωτερικού δανεισμού έκλεισε για την ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου η προσαρμογή σε ένα νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης ήταν αναπόφευκτη.
Στην ουσία έγινε μια προσπάθεια να επωμιστούμε ένα κόστος προσαρμογής στο παρόν (ύφεση) έτσι ώστε να προσποριστούμε το όφελος ενός βιώσιμου υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης στο μέλλον (μακροχρόνια οφέλη από την εξάλειψη των ανισορροπιών και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων). Οι όροι ανταλλαγής αποδείχτηκαν δυσμενείς υπό την έννοια ότι η επιτευχθείσα προσαρμογή συνοδεύτηκε από βαθιά ύφεση πολλών ετών. Θεωρούμε ότι οι όροι ανταλλαγής θα μπορούσαν να είναι λιγότερο δυσμενείς, ωστόσο η ακριβής ποσοτικοποίηση αυτού του μεγέθους ξεφεύγει από τα πλαίσια ανάλυσης του παρόντος δελτίου (π.χ. σχετικά μικρότερη ύφεση και ταχύτερη ανάκαμψη για το ίδιο επίπεδο προσαρμογής).
Εν κατακλείδι η ελληνική οικονομία εισέρχεται στην 5η φάση της μεταπολεμικής ιστορίας της και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι σημαντικές. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση των επενδύσεων, το άνοιγμα των αγορών και του βαθμού εξωστρέφειας δύναται να μας οδηγήσουν σε ένα υψηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης.
Ωστόσο αυτό απαιτεί και την εξάλειψη του φαινομένου του μυωπικού προγραμματισμού-σχεδιασμού-στρατηγικών. Δηλαδή στις αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα θα πρέπει να σταθμίζουμε με υψηλότερη βαρύτητα τις συνέπειες που μπορεί να έχουν για την κοινωνική ευημερία των μελλοντικών γενεών.