Αναβάθμιση της Ελλάδας σε ΒΒ- από τον Fitch
Σε «ΒΒ-» από «Β», αναβάθμισε ο οίκος Fitch την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, διατηρώντας παράλληλα το outlook σε «σταθερό».
Ειδικότερα, η αναθεώρηση της ελληνικής αξιολόγησης αντανακλά τους εξής παράγοντες:
Την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης, η οποία προλειαίνει το έδαφος για την επιτυχή έξοδο από το πρόγραμμα του ESM, στις 20 Αυγούστου.
Τα συμφωνηθέντα μέτρα του Eurogroup του Ιουνίου, τα οποία αναμένεται να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η τελευταία αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω χάρη στα πρωτογενή πλεονάσματα, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα και τη μερική μείωση των πολιτικών κινδύνων.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία θεωρούνται κρίσιμης σημασίας, καθώς έχουν εμπροσθοβαρή χαρακτήρα, όπως η αναβολή αποπληρωμής των τόκων και η περαιτέρω παράταση των ωριμάνσεων των ομολόγων του EFSF.
Την εκταμίευση της τελευταίας δόσης του προγράμματος, ύψους 15 δισ. δολαρίων, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως ταμειακό «μαξιλάρι» για τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών της χώρας έως το 2022. Το συνολικό ύψος του ταμειακού αποθέματος θα ανέρχεται στα 24,1 δισ. ευρώ, ποσό που θεωρείται επαρκές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των επόμενων 22 μηνών. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί ένα σημαντικό ανάχωμα έναντι πιθανών χρηματοδοτικών κινδύνων, ενώ θα συμβάλλει και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών κατά τη διάρκεια της μετα-μνημονιακής περιόδου.
Την περαιτέρω βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Το 2017, η Ελλάδα εμφάνισε δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,8% και πρωτογενές πλεόνασμα 4% του ΑΕΠ. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή επίδοση εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Fitch, μάλιστα, αναμένει συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,7% κατά μέσο όρο για την περίοδο 2018-2030. Λαμβάνοντας ως δεδομένη την ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1,6% του ΑΕΠ (κατά μέσο όρο), το χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 123,3% του ΑΕΠ έως το 2030.
Τη σταθεροποίηση της εγχώριας πολιτικής σκηνής και τη λειτουργική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων πιστωτών, γεγονός το οποίο περιορίζει τον κίνδυνο μίας άρδην αλλαγής των κυβερνητικών προτεραιοτήτων της Αθήνας. Παρ’ όλα αυτά, η διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων για μακρά περίοδο, ενδεχομένως να δημιουργήσει νέες πολιτικές προκλήσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν είτε στην εν μέρει άρση των συμφωνηθέντων είτε στη «χαλάρωση» των δημοσιονομικών στόχων.
Οι πιθανοί λόγοι μίας νέας αναβάθμισης
Η επίτευξη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων και η εξασφάλιση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης εκ μέρους των αγορών και των επενδυτών
Η συνέχιση της συμφωνηθείσας πολιτικής μετά την έξοδο από το πρόγραμμα του ESM, μέσω της τακτικής συνεργασίας με τους πιστωτέςς και της διαμόρφωσης ενός σταθερού πολιτικού κλίματος
Η μείωση των κινδύνων για τον τραπεζικό κλάδο
Οι πιθανοί λόγοι μίας υποβάθμισης
Η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ή η άρση μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM
Η εμφάνιση αρνητικών εξελίξεων στον τραπεζικό κλάδο, οι οποίες θα επιβαρύνουν την οικονομία και τα δημοσιονομικά μεγέθη
Η επιστροφή σε ελλείμματα ως προς το πεδίο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Οι βασικές παραδοχές του Fitch
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα διαμορφωθούν στο 2,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για την περίοδο 2018-2030, η πραγματική ανάπτυξη θα κυμανθεί στο 1,6% για την ίδια περίοδο και ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει το 2%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το δημόσιο χρέος θα μειωθεί σταθερά στο 123,3% του ΑΕΠ έως το 2030 από 182,7% του ΑΕΠ το 2018.