Γρ. Προϋπολογισμού: Στο «στόχαστρο» μετά το μνημόνιο, απαιτείται σοβαρή πολιτική!
Το μήνυμα της άσκησης προσεκτικής οικονομικής πολιτικής, αφότου ολοκληρωθεί το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου, στέλνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του για το β' τρίμηνο του 2018, με τον Συντονιστή Φραγκίσκο Κουτεντάκη να επισημαίνει μάλιστα πως η Ελλάδα θα βρίσκεται στο «στόχαστρο» αγορών και επενδυτών.
«Οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς», προειδοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και προσθέτει: «Θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος».
Σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική, στην έκθεση σημειώνεται ότι «οι δημοσιονομικοί στόχοι από φέτος μέχρι και το 2022 είναι διπλάσιοι από τον περσινό στόχο καθώς και ότι οι στόχοι αυτοί ορίζονται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους».
Έξοδος στις αγορές: Προσοχή!
Αναφορικά με το εγχείρημα της εξόδου στις αγορές, ο κ. Κουτεντάκης επεσήμανε ότι «πρέπει να είναι προσεκτική και καλοσχεδιασμένη». «Δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές», αναφέρεται στην ίδια έκθεση.
Το χρέος και οι αστερίσκοι
Σε σχέση με το χρέος, ο κ. Κουτεντάκης εκτίμησε ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν είναι θετικά, δίδοντας έμφαση στην απουσία αιρεσιμοτήτων σχετικά με την 10ετή παράταση, αλλά και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους».
Κάπου εδώ, ωστόσο, προστίθενται αστερίσκοι. Όπως σημειώνεται, υπάρχει ένα «στοιχείο αβεβαιότητας» αναφορικά με τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους.
«Οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Επισημαίνεται, όμως, και ότι η ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2038 στο βασικό σενάριο, έναν μάλλον εκτεταμένο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είκοσι χρόνων.
Τα «αγκάθια» της ανεργίας και του πληθωρισμού
Παρουσιάζοντας τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Κουτεντάκης αναφέρθηκε στις θετικές εξελίξεις στο πεδίο της απομείωσης των κόκκινων δανείων, της αργής μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Ωστόσο, μίλησε για δύο αγκάθια: για τη μικρή μείωση της ανεργίας το πρώτο τρίμηνο αλλά και για τη χαμηλή πορεία του πληθωρισμού το ίδιο διάστημα.
«Καμπανάκι» για ρευστότητα και παραγωγικότητα
Το βασικότερο μεσοπρόθεσμο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα είναι η ρευστότητα. Η απουσία χρηματοδότησης των επενδύσεων θα έχει επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Επισήμανε ότι πρέπει να βρεθούν άλλες πηγές χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τη μελέτη αν δεν ενισχυθεί η ρευστότητα, «όπως έχουν δείξει διεθνείς μελέτες (π.χ. ΔΝΤ), η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση».
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ένα από τα βασικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι θα αυξηθούν οι πιέσεις για ενίσχυση των εισαγωγών, αντισταθμίζοντας έτσι τα οφέλη που καταγράφονται το τελευταίο διάστημα με τη μορφή της αύξησης των εξαγωγών.
Ο κ. Κουτεντάκης έθεσε ζήτημα πορείας της παραγωγικότητας της οικονομίας η οποία επηρεάζεται πάρα πολύ από τις συνεχείς πιέσεις που δέχθηκε το πεδίο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η χώρα μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα, αναφέρεται στην έκθεση όπου παράλληλα τονίζεται πως η εξέλιξη αυτή ίσως να βοήθησε στην ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών (αν και όχι υπηρεσιών) στην περίοδο της κρίσης. Μακροχρόνια όμως, ένα σενάριο συνεχούς μείωσης της παραγωγικότητας με τους μισθούς να συμπιέζονται όλο και περισσότερο προκειμένου να διατηρηθεί χαμηλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, δεν είναι βιώσιμο.
Αντίθετα, η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και η αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών απαιτούν τη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας θα πρέπει να αποτελεί το όριο αυξήσεων στους μισθούς.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Κουτεντάκης, ενώ υπήρχε κατακρήμνιση των μισθών από την αρχή της κρίσης με σημαντικό όφελος σε όρους κόστους, αυτές οι θυσίες αντισταθμίστηκαν από την αντίστοιχη επιδείνωση της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού.
Ως αποτέλεσμα, τα συνολικά οφέλη είναι σχετικά χαμηλά. Επισήμανε ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος στο οποίο η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε. Και αυτό το ερμήνευσε ως αποτέλεσμα της φυγής εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, αλλά και λόγω της απουσίας επενδύσεων.
Περί κατώτατου μισθού
Για τις κυβερνητικές εξαγγελίες περί αύξησης του κατώτατου μισθού, ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε ότι πρέπει να συμβαδίζει, δηλαδή να μην ξεπερνά την πορεία της παραγωγικότητας. Ωστόσο, καθώς λαμβάνονται υπόψη μέσοι όροι, άφησε να εννοηθεί ότι δεν πειράζει αν π.χ. για μία χρονιά είναι μεγαλύτερη η αύξηση, αρκεί ο κανόνας να τηρείται σε βάθος χρόνου. Διότι, όπως είπε την προηγούμενη 10ετία αυτό δεν συνέβη και οι αυξήσεις ήταν πολύ μεγάλες.
Υπεκφυγές για τις συντάξεις
Πάντως, ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει ξεκάθαρα, αν ισχύουν τα περί αναστροφής της περικοπής των συντάξεων, όπως τάζει η κυβέρνηση, επαναλαμβάνοντας ότι οι πρώτοι μήνες μετά το πρόγραμμα θα είναι πολύ κρίσιμοι.
Ωστόσο, επισήμανε ότι η περικοπή δεν ψηφίσθηκε για να διασφαλιστεί το 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά ήταν μία απόφαση ισόποσης χρηματοδότησης άλλων κοινωνικών αντίμετρων.