Άρχισε η «μάχη» στην ΕΚΤ για την αντικατάσταση της Νουί
Ξεκίνησε η «μάχη» στην ΕΚΤ για την αντικατάσταση της Ντανιέλ Νουί, της οποίας η θητεία ολοκληρώνεται στις 31 Δεκεμβρίου, για τη θέση της.
Ως πιθανοί υποψήφιοι για τη διοικητική θέση ως προς την εποπτεία των τραπεζών φιγουράρουν ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής Αντρέα Ενρία,ο επόπτης της ΕΚΤ Ινιάτσιο Αντζελόνι, η υποδιοικητής της ιρλανδικής κεντρικής τράπεζας Σάρον Ντόνερι και ο πρώην Ολλανδός επόπτης Γιαν Σίμπραντ.
Επιτροπή της ΕΚΤ θα καταρτίσει μία λίστα των επικρατέστερων υποψηφίων από τις αιτήσεις, που θα υποβληθούν και θα κάνει την τελική πρόταση στο Συμβούλιο της ΕΕ το φθινόπωρο, μετά από διαβούλευση, μεταξύ άλλων, με το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Το 2017, οι βασικές αποδοχές της Νουί ανήλθαν σε 283.488 ευρώ, όπως και των τακτικών μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Η Νουί διαμόρφωσε από την αρχή τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, αλλά δυσκολεύθηκε κατά καιρούς να προωθήσει προτάσεις για την εξυγίανση του τραπεζικού κλάδου, λόγω έντονων πιέσεων από χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ιδιαίτερα από την Ιταλία.
Ο νέος επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας θα επιβλέπει 118 από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης με ενεργητικό περίπου 21 τρισ. ευρώ και ένα μεγάλο ακόμη απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), που έχουν μείνει κατάλοιπα από την κρίση χρέους.
Η Νουί δυσκολεύθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των προβληματικών δανείων, καθώς οι ιταλικές τράπεζες αντέδρασαν στα σχέδια για επιθετικές δράσεις πώλησης «κόκκινων» δανείων ή σχηματισμού προβλέψεων.
Καταλήγοντας σε έναν συμβιβασμό μετά από μήνες καθυστερήσεων, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα νέες οδηγίες, που προβλέπουν περισσότερο χρόνο για τις τράπεζες με μεγαλύτερο απόθεμα NPLs και τη μη επιβολή ενιαίων κανόνων για τον σχηματισμό προβλέψεων.
Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν, επίσης, ασθενή κερδοφορία, με τα κέρδη του κλάδου ως ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου να ανέρχονται σε μόνο 6% στο τελευταίο τρίμηνο του 2017, με πολλές τράπεζες να μην καλύπτουν με τα κέρδη ούτε το κόστος του μετοχικού τους κεφαλαίου.
Ωστόσο, οι τράπεζες έχουν σχηματίσει μεγάλα κεφαλαιακά αποθέματα, κάτι που υποδηλώνει ότι έχουν ήδη επαρκή διαθέσιμα για να αντέξουν μία ύφεση της οικονομίας.