Οι προτάσεις της Alpha Bank για την ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα
Στη συμβολή και στις προοπτικές του πρωτογενούς τομέα παραγωγής στην ελληνική οικονομία αναφέρεται η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, που περιλαμβάνει τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία, έχει ενισχύσει σημαντικά την ποσοστιαία συμμετοχή του στο σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής υφέσεως, στο 3,9% στο πρώτο τρίμηνο του 2018, από 2,7% το 2007.
Ωστόσο, συνεχίζει, η συμβολή στη μεταβολή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τα τελευταία έτη είναι ιδιαίτερα μικρή. Ειδικότερα, στο πρώτο τρίμηνο του 2018, ήταν μόλις 0,2 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι μηδενικής συμβολής το 2017 και αρνητικής το 2016 (-0,4). Η στασιμότητα αυτή των τελευταίων ετών έχει οδηγήσει σε τάση υποχωρήσεως της συμμετοχής του στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, η οποία το 2014 είχε ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο, δηλαδή στο 4,3%.
Παράλληλα, κατά την περίοδο της υφέσεως, ενισχύθηκε το ποσοστό συμμετοχής των απασχολουμένωνστον πρωτογενή τομέα, καθώς διαμορφώθηκε στο 12,1% στο σύνολο των απασχολουμένων το 2017, έναντι 11,1% το 2008. Επίσης, στο πρώτο τρίμηνο του 2018 σημειώθηκε αύξηση της απασχολήσεως στον πρωτογενή τομέα, κατά 3,3% σε ετήσια βάση. Σημειώνεται ότι η συμβολή του πρωτογενούς τομέα στην απασχόληση είναι υψηλότερη στην Ελλάδα συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 που ήταν μόλις 4,2% το 2017.
Επιπροσθέτως, ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας είναι ο κύριος τροφοδότης του κλάδου μεταποιήσεως τροφίμων ο οποίος παράγει προϊόντα ποιότητος με υψηλή προστιθέμενη αξία και διαρκώς ενισχυόμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Το εμπορικό ισοζύγιο του αγροτικού τομέα (πρωτογενούς τομέα και επεξεργασμένων αγροτικών προϊόντων), αν και εξακολουθεί να παραμένει ελλειμματικό, εμφανίζει σημάδια ενισχύσεως των εξαγωγών την τελευταία διετία. Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αποτελούσαν το 19,2% των συνολικών εξαγωγών το 2017, έχουν ενισχυθεί σημαντικά από το 2016, όταν εμφανίσθηκαν τα πρώτα σημάδια ανακάμψεως της οικονομίας. Παράλληλα, όμως, ενισχύθηκαν και οι εισαγωγές. Οι εξαγωγές προς τις χώρες της ΕΕ-28 αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων (περίπου το 70%).
Ωστόσο, το εμπορικό ισοζύγιο με τις χώρες τις ΕΕ-28 είναι ελλειμματικό. Αντίθετα, οι εξαγωγές προς τις χώρες εκτός ΕΕ-28, αν και αποτελούν μικρότερο μερίδιο των συνολικών εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων, έχουν ενισχυθεί σημαντικά από το 2013 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα το σχετικό ισοζύγιο να είναι πλεονασματικό.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική 2017-2018, Ιούλιος 2018), ο πρωτογενής τομέας επέδειξε ανθεκτικότητα κατά το διάστημα της οικονομικής κρίσεως. Το γεγονός αυτό δημιουργεί θετικές προοπτικές για τον τομέα ο οποίος δυνητικά μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Τα αγροτικά προϊόντα της Ελλάδος είχαν συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τόσο κατά τα προ της κρίσεως έτη (2000-2007) όσο και στην περίοδο 2008-2017, όπως αντανακλά ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος αγροτικών προϊόντων. Αναλυτικότερα, η Ελλάδα παρουσίασε συγκριτικό πλεονέκτημα σε 26 αγροτικά προϊόντα στο διάστημα 2000-2007, ενώ στο διάστημα 2008-2017 το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα περιορίσθηκε σε 21 προϊόντα. Τα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος είναι το βαμβάκι και ακολουθούν, με μεγάλη διαφορά, ο μη κατεργασμένος καπνός, το παρθένο ελαιόλαδο και τα φρούτα.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν στις εμπορευματικές συναλλαγές, στο πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2018 οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 11,8% σε ετήσια βάση. Αναλυτικότερα, η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση παρατηρήθηκε στις εξαγωγές της υποκατηγορίας «λάδια και λοιπά λίπη ζωικής ή φυτικής προελεύσεως» κατά 43,1% και της υποκατηγορίας «τρόφιμα και ζώα ζωντανά» κατά 10,3%.
Όσον αφορά στη διάρθρωση των εξαγωγών και των εισαγωγών των αγροτικών προϊόντων, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μερίδιο των εξαγωγών προς την ΕΕ-28 κατέχουν τα επεξεργασμένα προϊόντα, ενώ τα αγροτικά προϊόντα του πρωτογενούς τομέα ανέρχονται στο 35% των εξαγωγών. Παράλληλα, όσον αφορά στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από την ΕΕ-28 παρατηρείται ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών κατέχουν τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, σε ποσοστό 51%.
Διαρθρωτικές Αδυναμίες του Κλάδου
Προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω ο πρωτογενής τομέας, θα πρέπει να ξεπεραστούν κάποιες αδυναμίες μεταξύ των οποίων αναφέρονται:
• Η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής για τον αγροτικό τομέα.
• Ο χαμηλός βαθμός τυποποίησης (packaging, branding).
• Η πολύ μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις. Η Ελλάδα, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) η οποία περιλαμβάνει τις άμεσες επιδοτήσεις και το πρόγραμμα αγροτικής αναπτύξεως, απορροφά το όγδοο υψηλότερο ποσό από το συνολικό ποσό του προγράμματος αγροτικής αναπτύξεως μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 (μετά από μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο).
• Η ηλικιακή διάρθρωση των απασχολουμένων είναι ένα ακόμη πρόβλημα στον εν λόγω τομέα, καθώς η σταδιακή αποχώρηση των νέων έχει οδηγήσει σε αύξηση της μέσης ηλικίας των απασχολουμένων. Το 2017, μόνο το 4,9% των αγροτών κατατάσσονταν στην ηλικιακή βαθμίδα των 25-29 ετών και το 2,9% στην ηλικιακή βαθμίδα των 20-24 ετών.
• Ο κατακερματισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Η απουσία οργάνωσης της παραγωγής σε μεγαλύτερες εκτάσεις δεν επιτρέπει τη μείωση του κόστους και την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακος. Η αδυναμία ενοποιήσεως αγροτικών εκτάσεων στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στον γηρασμένο πληθυσμό της ελληνικής υπαίθρου που θεωρεί τη γη περιουσιακό στοιχείο (κληρονομιά και ιδιοκτησία) και όχι στοιχείο παραγωγής. Η πλειοψηφία των αγροτεμαχίων είναι μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Περισσότερες από τις μισές (περίπου 51% το 2013) αφορούσαν σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις κάτω των 2 εκταρίων (20 στρέμματα), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά σε άλλες μεσογειακές χώρες είναι χαμηλότερα.
Ο τελευταίος παράγοντας έχει ως συνέπεια τη μικρή βελτίωση της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά απασχολούμενο) του πρωτογενούς τομέα στα χρόνια της κρίσεως σε σύγκριση με εκείνη της ελληνικής βιομηχανίας και την παραγωγικότητα του τομέα στην Ευρωζώνη.
Προοπτικές – Πολιτικές
Η Ελλάδα, λόγω της γεωφυσικής της θέσεως, διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως είναι οι εξαιρετικά ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες και η παραγωγή μεγάλης ποικιλίας αγροτικών αγαθών.
Τα τελευταία έτη σημειώθηκε ενίσχυση της παγκόσμιας ζήτησης για ορισμένα από τα πιο εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, το τυρί, το γιαούρτι, καθώς έχει αναδειχθεί η αξία της μεσογειακής διατροφής σε βαθμό που η UNESCO ενέταξε τη ‘’Μεσογειακή Δίαιτα’’ (Mediterranean Diet) στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας για επτά χώρες (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Κύπρος, Κροατία, Μαρόκο).
Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτιώσεως στο packaging και το branding των αγροτικών προϊόντων και αυτό έχει μεγάλη σημασία για τις εξαγωγές προϊόντων όπως το ελαιόλαδο που εξάγεται κατά κύριο λόγο χύδην. Επίσης, σημαντική κρίνεται η ανάπτυξη συνεργειών με τον τουρισμό ώστε να υπάρξει αποτελεσματικότερη προώθηση των προϊόντων.
Παράλληλα, ο τομέας των αγρο-διατροφικών προϊόντων θα ωφελούνταν σημαντικά από:
• τη δυνατότητα παράλληλης ενασχολήσεως των αγροτών με τον τουρισμό και την παροχή υπηρεσιών αναψυχής, μέσω της προσφοράς εναλλακτικών μορφών τουρισμού όπως ο αγροτουρισμός,
• τις συνενώσεις αγροτικών εκμεταλλεύσεων ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακος,
• τις επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία,
• την ενίσχυση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα,
• την ενίσχυση της χρηματοδοτήσεως και δημιουργία χρηματοδοτικών προϊόντων για την ενίσχυση των δυναμικών παραγωγικών μονάδων.