«Καμπανάκι» Στουρνάρα για τα «θηριώδη» πλεονάσματα
«Καμπανάκι» για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου κρούει ο Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2017 – 2018 της ΤτΕ, την οποία κατέθεσε πριν από λίγο στη Βουλή, επισημαίνοντας πως αποτελούν τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας.
«Η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αποτελεί τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Ο επικεφαλής της ΤτΕ στέλνει παράλληλα μήνυμα συνέχισης και εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την αναβάθμιση των ανεξάρτητων θεσμών, ενώ ο ίδιος ανοίγει «παράθυρο» σε παράταση του waiver.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, πέραν των μεσοπρόθεσμων θετικών επιδράσεων, θα μπορούσε να έχει και άμεσα οφέλη, καθώς παρέχει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τη διατήρηση της "παρέκκλισης” (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Επίσης, να αποδεχθεί τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης) με βάση το επιχείρημα ότι, στην ουσία, οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της "παρέκκλισης” (waiver), δηλαδή ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα, έχουν συμπεριληφθεί στην απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Αν συμβεί αυτό, θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν ορισμένα από τα θετικά αποτελέσματα που εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα μπορούσαν να προκύψουν από τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης, κυρίως σε όρους χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας.
Όπως σημειώνεται στην Έκθεση, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προτείνει τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης προκειμένου να διατηρηθεί η "παρέκκλιση” (waiver) και να μπορούν να ενταχθούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ. Με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των τραπεζών και θα μετακυλίονταν τα οφέλη στην πραγματική οικονομία. Επίσης θα είχε αποφευχθεί η δημιουργία ενός τόσο υψηλού ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, το οποίο επιβάρυνε σημαντικά το δημόσιο χρέος αλλά και το κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου.
Σχολιάζοντας την απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018, η Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ αναφέρει ότι αναμένεται να έχει σημαντική συμβολή στην ομαλή έξοδο στις αγορές και στη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, και τούτο διότι:
α) Προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας, που θα αποτρέψει τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων. Οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, μαζί με το ΔΝΤ, θα αξιολογούν ανά τρίμηνο τις εξελίξεις στο δημοσιονομικό τομέα και στις μεταρρυθμίσεις και θα υποβάλλουν σχετική έκθεση στο Eurogroup και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η έκθεση θα δημοσιοποιείται και θα αξιολογείται στην πράξη από την αντίδραση των αγορών, η οποία θα είναι αδρός δείκτης της καθυστέρησης ή της προόδου που θα επισημαίνουν οι εκθέσεις των Θεσμών. Εξάλλου, με βάση αυτές τις περιοδικές αξιολογήσεις θα εφαρμόζονται και μέτρα τα οποία τελούν υπό αιρεσιμότητα όπως οι επιστροφές των κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα.
β) Εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά τις αγορές και θα ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, αποτελεί κλειδί η συνέχιση της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για μια μακρά χρονική περίοδο, καθώς και η δέσμευση του Eurogroup να εξετάσει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στη μακροπρόθεσμη περίοδο εάν υπάρξουν απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Μία αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, σε συνδυασμό με μια χαλάρωση της δημοσιονομικής προσπάθειας κατά 0,7% του ΑΕΠ ετησίως, σε σχέση με το βασικό σενάριο, οδηγεί σε αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου πέραν των ορίων που προβλέπονται για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032. Στην απόφαση του Eurogroup προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2023 μέχρι το 2060.
Σύμφωνα με την Έκθεση, ωστόσο, ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, έχει επιτύχει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, αυτή η υπόθεση αποτελεί και τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα. Υπενθυμίζει επίσης ότι λάθη της οικονομικής πολιτικής είτε στο απώτερο είτε στο εγγύτερο παρελθόν, τα οποία εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος, επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενεές με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Εκτιμήσεις για την πορεία της Οικονομίας
Oι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιβάλλονται από σημαντικές αβεβαιότητες, αναφέρει η Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2017 – 2018.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων και υπερβολική φορολόγηση ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης της οικονομίας. Οι κίνδυνοι που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και με την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών λόγω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τέλος, ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και αύξηση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα. Προβλέπει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 2,0% και 2,3% για τα έτη 2018 και 2019 αντιστοίχως. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην ελαφρά άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται λόγω της επιστροφής της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να προβλέπεται ότι το ποσοστό ανεργίας το 2018 θα υποχωρήσει κάτω από 20%.
Η ανοδική πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2018, αν και με ελαφρώς χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με το 2017, λόγω εξάντλησης των επιδράσεων βάσης από τις τελευταίες αυξήσεις στην έμμεση φορολογία.
Τέλος, σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα δεδομένα, για το 2018 η ΤτΕ αναμένει να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος του προγράμματος.