Μείωση των «κόκκινων» δανείων κοντά στα 30 δισ. ευρώ εντός 3ετίας
Στην κατά πολύ μεγαλύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που διακατέχουν οι ελληνικές τράπεζες με ορίζοντα τριετίας αναμένεται να προχωρήσουν οι διοικήσεις των τραπεζών, μετά από σχετικό αίτημα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ο SSM διαμήνυσε στις τράπεζες ότι εφεξής θα πρέπει να κινηθούν με στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κάτω από το 20% μέχρι το 2021. Πρόκειται για στόχο εξαιρετικά φιλόδοξο, αφού αν όλα κυλήσουν ομαλά, ο στόχος για τον Δεκέμβριο του 2019 είναι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) να έχουν μειωθεί στο 35,2% των συνολικών ανοιγμάτων των τραπεζών από 50,6% τον Ιούνιο του 2017, στα 64,6 από 101,8 δισ. ευρώ.
Ενόψει των νέων ζητούμενων του SSM, τα οποία αναμένεται να πάρουν επίσημη μορφή τον Σεπτέμβριο όταν ο επόπτης θα θέσει τους νέους πιο αυστηρούς στόχους για τη μείωση των NPEs, οι τράπεζες είναι αποφασισμένες να λειτουργήσουν προληπτικά. Στο πλαίσιο αυτό, στοχεύουν να δώσουν δείγματα γραφής στον SSM εντείνοντας τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, ευελπιστώντας σε μείωση των NPEs ακόμη και κάτω των 60 δισ. ευρώ στα τέλη του 2019. Όπως έχουν αποφασίσει, θα ακολουθήσουν την τακτική της αύξησης των πωλήσεων, όσο το επιτρέπει η κερδοφορία τους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η προοπτική αυτή έχει συζητηθεί με τον SSM, με τις τράπεζες να έχουν διατυπώσει τις ανησυχίες τους για το κατά πόσον θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στους αυστηρότερους στόχους για τα NPEs, χωρίς να βλάψουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Στις ανησυχίες αυτές, φέρεται να έχουν λάβει τη διαβεβαίωση του SSM ότι «δε θα πιέσει σε σημείο που να διαλύσει τις τράπεζες».
Για να επιτευχθεί θα αυξηθεί η συμμετοχή πωλήσεων και εκποίησης εξασφαλίσεων στο συνολικό μείγμα, ώστε να καλυφθεί η υστέρηση στις εισπράξεις από ρυθμίσεις , τα αποτελέσματα των οποίων παραμένουν πενιχρά.
Κατά το α τρίμηνο της φετινής χρονιάς, το ύψος των NPEs μειώθηκε κατά 2,1%, αγγίζοντας τα 92,4 δισ. ευρώ, χάρη κυρίως στις διαγραφές , οι οποίες προσέγγισαν τα 1,7 δισ. ευρώ. Αντίθετα, ελαφρώς μειωμένη, σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ήταν η συνεισφορά από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις.
Ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) διαμορφώθηκε στο 1,8% και ήταν σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (1,9%). Δηλαδή, τα ρυθμισμένα δάνεια, που «θεραπεύτηκαν», ήταν ελαφρώς λιγότερα από όσα «ξαναέσκασαν».