«Βροχή» τα χρέη για τα μισά ελληνικά νοικοκυριά
Νέες αρνητικές πρωτιές επί του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέγραψαν τα ελληνικά νοικοκυριά για το 2016, σύμφωνα με σχετικά δεδομένα που δημοσίευσε την Τρίτη η Eurostat για το 2016.
Ειδικότερα, ένας στους 10 ανθρώπους στην ΕΕ είχαν τέτοιου είδους οφειλές και καθυστερημένες πληρωμές το 2016.
Όταν επικεντρωνόμαστε σε ληξιπρόθεσμες οφειλές για στεγαστικά δάνεια ή πληρωμές ενοικίων, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 3,5% στην ΕΕ. Οι άνθρωποι που ζουν σε νοικοκυριά με παιδιά (4,8%) ήταν δύο φορές πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση σε σχέση με αυτούς χωρίς εξαρτώμενα παιδιά (2,3%.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, περίπου το 47,9% του πληθυσμού καθυστερεί να πληρώσει το ενοίκιο, το στεγαστικό δάνειο, τους λογαριασμούς ή άλλες υπηρεσίες, το 2016. Επίσης, αντίστοιχες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις είχε το ένα τρίτο του πληθυσμού στη Βουλγαρία (34,2%), και πάνω από το ένα τέταρτο στην Κύπρο (26,6%) και στην Κροατία (26,4%).
Στον αντίποδα, στα μισά μέλη της ΕΕ ποσοστό μικρότερο από το 10% του πληθυσμού είχε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο. Τα μικρότερα ποσοστά καταγράφτηκαν στην Ολλανδία (5%), στην Τσεχία (4,4%) και στη Γερμανία 4,2%.
Όταν κοιτάζουμε το ποσοστό του πληθυσμού που παρουσιάζει καθυστέρηση στην αποπληρωμή ενοικίων ή στεγαστικών, το υψηλότερο ποσοστό επί τοις εκατό καταγράφεται στην Ελλάδα, καθώς το 15,3% του πληθυσμού έχει τέτοιες υποχρεώσεις.
Το αμέσως επόμενο ποσοστό είναι αρκετά χαμηλότερα, στο 8,6% και αφορά την Κύπρο, και ακολουθούν Ισπανία και Γαλλία με 5,2%, Ουγγαρία με 5,1%, Φινλανδία με 4,9% και Ιταλία 4,2%.
Αντίθετα, σε επτά κράτη-μέλη το ποσοστό αυτών των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων ήταν κάτω του 2%, και συγκεκριμένα στην Εσθονία (1,8%), στη Γερμανία (1,6%), στις Ιρλανδία και Λιθουανία (1,4%), Κροατία και Πολωνία (1,3%) και Ρουμανία (0,9%).
Σε σχέση με το 2008, το ποσοστό του πληθυσμού που εμφάνιζε ληξιπρόθεσμες οφειλές τριπλασιάστηκε το 2016 στην Ελλάδα, από το 5,5% στο 15,3%, και διπλασιάστηκε στην Κύπρο (από το 3,4% στο 8,6%) και στο Λουξεμβούργο (από το 1,1% στο 2,7%) και στην Πολωνία (από το 0,6% στο 1,3%).