Συμφωνούν ότι διαφωνούν και... αποχωρούν
Το γεγονός ότι αποχωρεί το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα έχει σχεδόν προεξοφληθεί, ύστερα μάλιστα και από την πρόσφατη συνεδρίαση του Washington Group στις Βρυξέλλες.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών συζήτησαν με τους εκπροσώπους Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας για το επίμαχο ζήτημα της ελάφρυνσης χρέους.
Από την πλευρά του, το Βερολίνο, για να δώσει το «πράσινο φως», ζητεί συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και ειδικότερα, να δημιουργηθεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο ώστε κάθε φορά που θα γίνεται περαιτέρω ελάφρυνση, αυτή να περνά από έγκριση συμπεριλαμβανομένουκαι του και γερμανικού κοινοβουλίου.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, το ΔΝΤ μέσω του εκπροσώπου του Πόουλ Τόμσεν, ξεκαθαρίζει ότι αυτοί οι όροι δεν είναι αποδεκτοί από το Ταμείο.
Μάλιστα, ο ίδιος σε πρόσφατες δηλώσεις του, προειδοποίησε ότι για να συμμετάσχει το Ταμείο στο πρόγραμμα, θα πρέπει να έχει επιτευχθεί μια συμφωνία μέχρι το επόμενο Eurogroup (σε δέκα ημέρες από σήμερα), που να ικανοποιεί και την Ουάσινγκτον. Αλλιώς, κατά τον Τόμσεν, δεν θα υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος, ώστε να ξεκινήσει το Ταμείο να χρηματοδοτεεί.
Το χάσμα ανάμεσα στη Γερμανία και το ΔΝΤ ως προς το θέμα της ελάφρυνσης διευρύνεται, με αποτέλεσμα να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος το σενάριο αποχώρησης του Ταμείου. Βεβαίως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα στερήσει από την Ελλάδα το «πιστοποιητικό» βιωσιμότητας του χρέους, που πολύ σημαντικό ενόψει της εξόδου στις αγορές.
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία είναι εκείνη που «μπλοκάρει» τη διευθέτηση του χρέους.
Υπάρχει σαφής διαφοροποίηση της Γερμανίας από την πρόταση της Γαλλίας για σύνδεση του θέματος του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης, ενώ το χάσμα με το ΔΝΤ, το οποίο επιμένει σε μία «γενναιόδωρη» ελάφρυνση χρέους («κούρεμα» 100 δισ!), προκειμένου η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της, παραμένει αγεφύρωτο.
Το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του επιδιώκουν μία ρήτρα, που θα αναστέλλει την ελάφρυνση, εάν η Ελλάδα δεν εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της. Η Γαλλία και το ΔΝΤ, αντιθέτως, θέλουν ένα αυτόματο μηχανισμό σύνδεσης του χρέους, με τις επιδόσεις της οικονομικής ανάπτυξης, που δεν θα αφήνει χώρο για πολιτικές παρεμβάσεις στο Βερολίνο.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η πιθανότερη λύση είναι η αγορά από τον ESM των δανείων του Ταμείου προς την Ελλάδα, ύψους 9,8 δισ. ευρώ.
Άλλωστε, στην συνέντευξή του ο εκπρόσωπος Τύπου του ΔΝΤ, Τζέρι Ράϊς παραδέχθηκε, απαντώντας σε αντίστοιχη ερώτηση, ότι το Ταμείο βλέπει τη λύση αυτή με ιδιαίτερα θετικά ματιά και πως εάν υπάρξει ανάλογη πρόταση, τότε θα την… καλωσορίσει!
Είναι γνωστή, εξάλλου, η κόντρα της Ουάσινγκτον με την ΕΕ γι τα «καυτά» ζητήματα της ρύθμισης του χρέους, των υψηλών πλεονασμάτων και την επάρκεια κεφαλαίων όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες.
Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει ξεκαθαρίσει ότι για να συμμετάσχει το ΔΝΤ σε νέο πρόγραμμα, θα πρέπει να πληρούνται δύο κριτήρια: αφενός το βιώσιμο χρέος κι αφετέρου οι «υγιείς» τράπεζες.
Πάντως, αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι οι αγορές «διαβάζουν» αρνητικά τις πληροφορίες περί αποχής του Ταμείου από το πρόγραμμα.
Δίχως έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, άρα και δίχως τη σφραγίδα του ΔΝΤ, η έξοδος της χώρας στις αγορές αποτελεί ένα δύσκολο κι ακριβές «σπορ».
Η… «αιώνια» αυτή κόντρα ΕΕ-Ταμείου απειλεί την Ελλάδα με υψηλό κόστος δανεισμού μετά τη λήξη του προγράμματος. Η Ουάσινγκτον ζητεί μία πολύ πιο γενναιόδωρη… ρύθμιση, την οποία η Ευρωζώνη δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει.
Το σενάριο της σταδιακής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μετά το 2018 δεν βρίσκει σύμφωνο το Ταμείο, παρότι αποτελεί τη βασική επιλογή της Ευρώπης για τη μετά το μνημόνιο εποχή της Ελλάδα.
Μια τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην Ελλάδα. Και τούτο αφενός διότι το Ταμείο είναι ο μόνος σύμμαχος της Αθήνας που πιέζει προς την κατεύθυνση μείωσης του χρέους, αφετέρου διότι είναι άδηλος ο τρόπος που θα αντιμετωπίσουν οι αγορές την Ελλάδα μετά την έξοδο του Αυγούστου, χωρίς την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.