Σάλλας: Μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει, αλλά δεν αρκούν
Πιο αναλυτικά, στο άρθρο ο γνωστός τραπεζίτης γράφει:
«‘Εχω ταχθεί υπέρ της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης. Πιστεύω ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη, ότι μπορούμε να σχηματίσουμε το απαραίτητο «μαξιλάρι ασφαλείας» της τάξης των 18-20 δισ. ευρώ και να προχωρήσουμε στην επόμενη ημέρα χωρίς νέο μνημόνιο. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις, μια χρησιμοποίηση της προληπτικής γραμμής θα σήμανε ένα νέο σκληρό μνημόνιο, νέα μέτρα, επιβολή καινούργιων περιορισμών, που δύσκολα θα δεχθεί η κοινωνία, η οποία έχει κουραστεί από περίπου 10 χρόνια μνημονίων, και ακόμα πιο δύσκολα θα διαχειριστούν την κατάσταση οι πολιτικοί.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας. Άλλωστε έχουν ήδη αναληφθεί δεσμεύσεις που πρέπει να υλοποιηθούν, όπως η δημοσιονομική εξυγίανση, η διατήρηση των πλεονασμάτων, οι ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Όλα αυτά θα υπάρχουν και στο μέλλον και εμείς πρέπει να τα εφαρμόζουμε με συνέπεια. Αν όμως μπούμε σε ένα νέο πρόγραμμα με άμεσο τρόπο ως επακόλουθο της προληπτικής γραμμής, τότε τα πράγματα για την χώρα γίνονται αρκετά χειρότερα.
Πιστεύω σθεναρά, όπως έχω υποστηρίξει και άλλες φορές, πως η μοναδική σοβαρή λύση για να αλλάξουμε σελίδα είναι η κατάρτιση ενός προγράμματος διευκόλυνσης χρέους, το οποίο θα διαθέτει τους απαραίτητους αυτοματισμούς, και η υλοποίησή του θα συνδέεται με συγκεκριμένες παραμέτρους. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, βασική προϋπόθεση είναι το ΑΕΠ της χώρας να κινείται με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα χρόνια, και μια αποτελεσματική διαχείριση που θα φροντίζει την διαμόρφωση των απαραίτητων δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Σε αυτή την συγκυρία πρέπει να λύσουμε και τον γόρδιο δεσμό των «κόκκινων δανείων», των ΝPL`s, που φρενάρουν την πιστωτική επέκταση και συνεπώς την ανάπτυξη. Πρέπει να δώσουμε τώρα την λύση για να απεγκλωβιστεί το τραπεζικό σύστημα και να επανέλθει στον πραγματικό του ρόλο στην οικονομία.
Το μεγάλο στοίχημα είναι η ανάπτυξη: Πώς θα ανακάμψει το ταχύτερο δυνατόν η οικονομία και πώς θα εισέλθει σε φάση βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι σε όλους γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους έχουμε φθάσει εδώ, ποιες είναι οι ρίζες του προβλήματος. Το μοντέλο ανάπτυξης, ο μη εκσυγχρονισμός των θεσμών, ο παραδοσιακός πελατειακός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος και της Δημόσιας Διοίκησης κλπ.
Είναι γεγονός όμως ότι παρά τις καθυστερήσεις, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς την δημιουργία ενός ανταγωνιστικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, η δημοσιονομική πρόοδος, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας ή το ασφαλιστικό δεν έχουν καμία σχέση με το καθεστώς που γνωρίζαμε μέχρι και το 2010.
Δημιουργία επενδυτικού-αναπτυξιακού περιβάλλοντος
Μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει, αλλά δεν αρκούν. Πρέπει να συνεχιστούν. Για την δημιουργία ενός διατηρήσιμου και αξιόπιστου αναπτυξιακού περιβάλλοντος πρέπει να βρεθεί λύση στο φορολογικό ζήτημα. Οι επενδύσεις που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη της οικονομίας χρειάζονται ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο που να δίνει την βεβαιότητα στον επενδυτή -με δέσμευση 15ετούς ισχύος συγκεκριμένων βασικών διατάξεων- ότι τα σχέδιά του δεν θα ανατραπούν στον προβλέψιμο χρόνο ζωής της επένδυσής του.
Για την τόνωση των επενδύσεων θα μπορούσε επίσης να θεσπισθεί η δυνατότητα απόσβεσης του συνόλου των νέων επενδύσεων, από τις πρώτες μετά την επένδυση κερδοφόρες χρήσεις της επιχείρησης, ενώ για την γενικότερη ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, να νομοθετηθεί η πρόβλεψη-δέσμευση συγκεκριμένης μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ετήσια μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, ώστε το 2020 να περιορισθεί στο 20% η φορολόγηση των επιχειρήσεων θα ήταν ένα γεγονός που θα προσέδιδε στην παρούσα φάση ιδιαίτερη δυναμική στην επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Ένα μεγάλο ζήτημα αναφορικά με την δημιουργία επενδυτικού-αναπτυξιακού περιβάλλοντος είναι και αυτό της διοικητικής δικαιοσύνης και των κρατικών φορέων που συμμετέχουν. Οι χρονοβόρες διαδικασίες που σχετίζονται με την εκδίκαση οικονομικών υποθέσεων και διαφορών είναι από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες στην ανάπτυξη. Το βιώνουμε τελευταία σε μια σειρά μεγάλων επενδύσεων, των οποίων η υλοποίηση καθυστερεί λόγω νομικών-δικαστικών εκκρεμοτήτων. Θεωρώ ότι η πολιτεία θα πρέπει να αντιμετωπίσει με τόλμη το ζήτημα αυτό, θεσμοθετώντας άμεσα μέτρα για την εξομάλυνση αυτής της κατάστασης.
Η πολιτεία θα πρέπει να ξαναδεί από άλλη οπτική το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων και ιδιαίτερα των δραστηριοτήτων που απαιτούν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή τους, όπως και των έργων υποδομής, κυρίως αυτών που σχετίζονται με τις διεθνείς μεταφορές, τα δίκτυα ενέργειας, κλπ.
Η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων θα σηματοδοτούσε και την πολιτική βούληση για ταχύτερη ολοκλήρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων, με θετικό αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την επίσπευση της ανάπτυξης των υποδομών θα αναβάθμιζαν την γεωπολιτική σημασία της ελληνικής οικονομίας με σημαντικά (συμπληρωματικά) οφέλη για την χώρα από την αξιοποίηση της. Τα παραπάνω αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για την προσέλκυση φρέσκων κεφαλαίων στην οικονομία και την άμεση ενίσχυση της απασχόλησης.
Στο πνεύμα αυτό απαιτείται να προσαρμόσουμε και το ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον που διέπει επιχειρήσεις και επενδύσεις. Οφείλουμε να απαλλάξουμε τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές από το υπέρογκο διοικητικό-γραφειοκρατικό κόστος. Επειδή η απαιτούμενη μεταρρύθμιση των δομών του δημοσίου είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, μια ιδέα θα ήταν να δημιουργηθούν εξειδικευμένα κέντρα –στα πρότυπα των ΚΕΠ– που θα λειτουργούν ως ανεξάρτητη υπηρεσία αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων και επενδύσεων, αναλαμβάνοντας την διεκπεραίωση σε προκαθορισμένο χρόνο του συνόλου των ενεργειών που απαιτούνται σε σχέση με τις επιμέρους δημόσιες αρχές. Π.χ. μετά την συμπλήρωση ενός ολοκληρωμένου φακέλου, ο απαιτούμενος χρόνος για την έκδοση των αιτούμενων αδειών της επένδυσης να είναι σε συγκεκριμένο χρόνο, ανάλογα με την περίπτωση: Μήνας, τρίμηνο, εξάμηνο.
Επαναπροσδιορισμός του παραγωγικού και αναπτυξιακού προτύπου
Το παραδοσιακό μοντέλο, στηριζόμενο σε υπερβολικό βαθμό στην κατανάλωση και με κινητήριο δύναμη την οικοδομική δραστηριότητα, ανήκει στο παρελθόν. Κατέρρευσε με την κρίση και συμπαρέσυρε το σύνολο της οικονομίας με τις γνωστές συνέπειες. Η ανάπτυξη θα πρέπει να έχει μακρόπνοο, συνολικό και ισορροπημένο χαρακτήρα. Το νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο θα πρέπει να είναι πολυδιάστατο και να είναι ανοικτό στον κόσμο και στο μέλλον, δηλαδή ανταγωνιστικό, εξωστρεφές και καινοτόμο, και να συνοδεύεται από ένα θεσμικό -ρυθμιστικό πλαίσιο, σύγχρονο και αποτελεσματικό.
Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών οφείλει να απευθύνεται στην διεθνή ζήτηση. Πρέπει να διαφοροποιηθούμε από τους διεθνείς ανταγωνιστές και να στραφούμε στην ποιότητα, ακόμη και αν συνεπάγεται σε ορισμένες περιπτώσεις υψηλότερο παραγωγικό κόστος. Συνεπώς, για ένα μέρος της οικονομίας, η αδυναμία αντιμετώπισης του πιθανώς υψηλού παραγωγικού κόστους θα μπορούσε να εξισορροπηθεί μέσω της αναβαθμισμένης ποιότητας και της επιλογής κλάδων, επιχειρήσεων ή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Επιλογή που μας επιτρέπει να μετατρέψουμε σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και την χαμηλή παραγωγικότητα –γιατί περί αυτού πρόκειται– σε οικονομικό πλεονέκτημα, αποφεύγοντας ή ξεπερνώντας γραφειοκρατικά βάρη. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της οικονομίας. Το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η δυνατότητα διεθνούς παρουσίας με απόλυτα ανταγωνιστικούς όρους.
Ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού μας προτύπου σημαίνει υποχρεωτικά στροφή στην καινοτομία, την σύγχρονη τεχνολογία και την ανάπτυξη της έρευνας. Η καινοτομία σε κάθε μορφή οικονομικής δραστηριότητας και σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής λειτουργίας οφείλει να αποτελέσει την βάση της νέας ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Η πολιτεία οφείλει να επενδύσει σοβαρά στην δημιουργική παιδεία και την θεσμική θωράκιση της καινοτομίας και της ποιότητας, αλλά και ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να επενδύσει στην ανάπτυξη της έρευνας, της τεχνολογίας και της πρωτοτυπίας. Στην χώρα μας, παρά τις καθυστερήσεις, υπάρχει ένα αρκετά εξειδικευμένο και ευπροσάρμοστο ανθρώπινο δυναμικό (με σημαντικό απόθεμα αυτού στο εξωτερικό) και μια μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρησιακή διάρθρωση που ευνοεί την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογικών εφαρμογών ή και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων έρευνας και τεχνολογίας.
Η ενσωμάτωση εφαρμογών σύγχρονης τεχνολογίας σε ευρεία κλίμακα, ανεξαρτήτως τομέα ή κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, θα πρέπει να είναι συστατικό στοιχείο του νέου προτύπου ανάπτυξης. Το μέλλον είναι στην τεχνολογία. Το έχουν κάνει με επιτυχία άλλες χώρες της Ευρώπης που δεσμεύουν το 3% με 4% του ΑΕΠ στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D), όπως η Σουηδία, η Αυστρία, η Φιλανδία, όταν εμείς περιοριζόμαστε κάτω του 1% του ΑΕΠ.
Οι διαθέσιμοι πόροι για ανάπτυξη προερχόμενοι είτε από τα ευρωπαϊκά προγράμματα είτε από το ΠΔΕ θα πρέπει να αξιοποιούνται κατά τρόπο που να μεγιστοποιείται η οικονομική τους αποδοτικότητα. Το συνολικό, δηλαδή, αποτέλεσμα να είναι πολλαπλάσιο εκείνου που το άθροισμα των προγραμμάτων δημιουργεί. Για να λειτουργήσει όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει όλοι να σέβονται την απόδοση κεφαλαίων και το δημόσιο να λειτουργεί με τους χρόνους που απαιτούνται.
Η λογική της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας πρέπει να αλλάξει, γιατί αναπαράγει ένα παρωχημένο επιχειρηματικό πρότυπο -μη ανάληψης κινδύνου- που επιβαρύνει υπέρμετρα την οικονομία, αλλά και γιατί δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού Η συμμετοχή του επιχειρηματία/επενδυτή στον κίνδυνο οφείλει να είναι διακριτή και η επιδότηση να είναι συνάρτηση του κινδύνου και της αποδοτικότητας της πρωτοβουλίας του.
Ενέργεια
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μα ξεχωριστή αναφορά στο κεφάλαιο της Ενέργειας και στις σημαντικές προοπτικές που διανοίγονται με έργα όπως οι μεγάλες διεθνείς διασυνδέσεις, οι οποίες μπορούν να δώσουν ισχυρή ώθηση στην οικονομία, αναβαθμίζοντας παράλληλα τη γεωπολιτική θέση της χώρας. Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε πύλη εισόδου φυσικού αερίου από εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις, στο πνεύμα ακριβώς της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενεργειακή ασφάλεια.
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι εργασίες κατασκευής του αγωγού Trans Αdriatic Pipeline, TAP, του πρώτου έργου για τη μεταφορά αερίου από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη. Ο αγωγός TAP, είναι το τελευταίο σκέλος του περίφημου «Νότιου Διαδρόμου Αερίου», ενός μεγαλόπνοου πρότζεκτ που ξεκινά από την ανάπτυξη και εκμετάλλευση του κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ ΙΙ στην Κασπία και μέσω μιας σειράς αγωγών που διασχίζουν την Γεωργία και την Τουρκία, φθάνει στα σύνορα με την Ελλάδα. Στους Κήπους του Έβρου, την σκυτάλη παραλαμβάνει ο αγωγός ΤΑΡ, ο οποίος μέσω Αλβανίας καταλήγει στην Ιταλία.
Για την Ελλάδα σημασία δεν έχουν μόνον τα περίπου 550 χλμ. από τα συνολικά 878 χλμ. που διανύει ο ΤΑΡ μέχρι να φθάσει στον τελικό προορισμό του ή τα περίπου 1,5 δισ. ευρώ, που «ρίχνονται» στην κατασκευή του. Η μεγάλη σημασία του έργου είναι ότι από το 2020, οπότε προγραμματίζεται η εμπορική λειτουργία του, ο ΤΑΡ θα μπορεί να τροφοδοτήσει με αέριο όχι μόνον την Ελλάδα, την Αλβανία και την Ιταλία αλλά και τα Βαλκάνια και, γιατί όχι, την κεντρική Ευρώπη.
Και τούτο γιατί μια σειρά από άλλα έργα που σχεδιάζονται έρχονται να δημιουργήσουν στην χώρα μας ένα διαμετακομιστικό κόμβο αερίου, ικανού να τροφοδοτήσει την ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για τον ελληνο-βουλγαρικό αγωγό IGB και τον πλωτό τερματικό σταθμό υγροποιημένου αερίου της Αλεξανδρούπολης (FSRU). O IGB θα ενώνεται με τον ΤΑΡ σε ελληνικό έδαφος και θα μπορεί να μεταφέρει στην Βουλγαρία για πρώτη φορά αέριο από εναλλακτικές πηγές. Επιπρόσθετα το FSRU της Αλεξανδρούπολης δίνει πρόσβαση και σε υγροποιημένο αέριο (LNG), που μπορεί να καταφθάνει στον πλωτό σταθμό από διάφορους παραγωγούς, ακόμα και από τις ΗΠΑ. Σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας, που o ΔΕΣΦΑ ολοκληρώνει την φετινή χρονιά, η χώρα μας αποκτά μέσα στην ερχόμενη τριετία εγκαταστάσεις αερίου, που αναδεικνύουν τον μοναδικό ρόλο που μπορεί να παίξει στην περιοχή.
Δεν πρόκειται για τα μόνα έργα. Το ενεργειακό προφίλ αλλάζει ταχύτατα. Τις ημέρες αυτές περιμένουμε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού για την πώληση του 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, μιας από τις πιο εμβληματικές και περιπετειώδεις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων ετών.
Η Κρήτη αποκτά νέο ρόλο και σταματά ο «απομονωτισμός» της, καθώς προγραμματίζονται δύο ηλεκτρικές διασυνδέσεις, η μία με την Πελοπόννησο και η άλλη με την Αττική, η οποία, μάλιστα σχεδιάζεται να αποτελέσει και το τελευταίο σκέλος της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ- Κύπρου – Ελλάδας, ενώ συζητείται και αγωγός αερίου στην ίδια περίπου διαδρομή.
Σταδιακά, η Ελλάδα εισέρχεται στο πριβέ κλαμπ των τράνζιτ- χωρών ενέργειας, μια εξέλιξη που αν συνδυαστεί και με την επιτυχή έκβαση των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στα νερά της Κρήτης και του Ιονίου, μπορεί να αλλάξει θεαματικά την πορεία της χώρας.
Τουρισμός
Η ενέργεια δεν είναι ο μόνος τομέας. Ο τουρισμός ήταν και παραμένει μοχλός ανάπτυξης. Υπάρχουν μονάδες και ελληνικοί τουριστικοί προορισμοί που τους ζηλεύουν πολλά πασίγνωστα διεθνή τουριστικά θέρετρα. Τι κάνουμε όμως για να προστατεύσουμε το σύνολο του κλάδου ώστε να συνεχίσει και να σταθεροποιήσει την ανάπτυξή του. Ασφαλώς το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο τις πρωτοβουλίες της πολιτείας. Ο επιχειρηματικός κόσμος μέσα από τις οργανωμένες εκφράσεις του (Επιμελητήρια, Επαγγελματικοί Σύλλογοι) θα πρέπει να έχει ενεργό ρόλο στην καθοδήγηση των επαγγελματιών και των επιχειρηματιών. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από το κράτος να επιβάλει μέσω ελέγχων την απαιτούμενη ποιότητα ώστε να καταστήσουν τις τουριστικές υπηρεσίες ποιοτικά ανταγωνιστικές και μακροχρόνια βιώσιμες.
Η θέσπιση και η αυστηρή εφαρμογή προδιαγραφών ποιότητας, από υλικά κατασκευής και εξοπλισμούς μέχρι και αισθητική εμφάνιση των επαγγελματικών χώρων, θα πρέπει να είναι μακροχρόνιος στόχος της τουριστικής πολιτικής. Σε συνεργασία με την αυτοδιοίκηση θα πρέπει επίσης να γίνει καθορισμός ζωνών υψηλού τουρισμού για το σύνολο των δραστηριοτήτων στις τουριστικές αυτές περιοχές (υποδομές, ξενοδοχεία, ξενώνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, υπηρεσίες εστίασης, ψυχαγωγίας, κ.α.).
Γεωργικός τομέας
Τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος έχει γίνει για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Όμως, με εξαίρεση την Πειραιώς, καμία άλλη τράπεζα δεν μπήκε δυναμικά στην ουσιαστική οικονομική στήριξη, στην χρηματοδότηση δηλαδή της αγροτικής οικονομίας, από την οποία εξαρτάται και ένα μεγάλο ποσοστό της μεταποίησης στην χώρα μας. Ο αγροτικός τομέας μαζί με τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων (αγροτοδιατροφικός τομέας) συνεισέφεραν το 2014 το 7,2% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και καλύπτουν μαζί το 15% της συνολικής απασχόλησης. Επιπλέον, τα προϊόντα του αγροτικού τομέα και της μεταποίησής τους, παρά το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο με το εξωτερικό, καλύπτουν το 19% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών.
Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία ανάπτυξης όπως το πρόγραμμα Συμβολαιακής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας, μέσα από το οποίο αντιμετωπίζεται δραστικά η έγκαιρη και ομαλή πληρωμή των αγροτών και διασφαλίζονται οι ανάγκες ρευστότητας αγροτών και επιχειρήσεων του αγροτοδιατροφικού τομέα.
Η αγροτική παραγωγή έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, ενίσχυσης του ΑΕΠ και συνεισφοράς στα δημόσια έσοδα. Χρειάζεται, βέβαια, προσαρμογή στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες, αναδιάρθρωση της παραγωγής και αναμόρφωση των παραδοσιακών δομών και σχέσεων με την αγορά. Κυρίως όμως χρειάζεται η μέγιστη δυνατή προσθήκη αξίας και η ομοιογένεια ποιότητας στο αγροτικό προϊόν, κυρίως όταν προορίζεται για εξαγωγή. Κύρια επιδίωξη θα πρέπει να είναι η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας στον αγροτικό τομέα και η καθετοποίηση της παραγωγής, ώστε ο πρωτογενής τομέας να μπολιασθεί με επιχειρηματική λογική, να προσανατολισθεί σε κερδοφόρες καλλιέργειες, να επιδιώξει τη μείωση του κόστους, να αποκτήσει ποιότητα, να συνδεθεί άμεσα με την μεταποίηση, να αποκτήσει εμπορικό όνομα και να αναζητήσει θέση των προϊόντων του στη διεθνή αγορά.
Οι τεχνολογίες
Συχνά αναφέρεται η ανάγκη αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών και μορφών επικοινωνίας για βελτίωση της παραγωγικότητας στις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες. Η προοπτική αυτή για να προσλάβει δυναμική χρειάζεται πρώτα να αποκτήσει κρίσιμη μάζα. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ενθάρρυνσης της μαζικής εφαρμογής νέων τεχνολογιών και σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης, παραγωγής και διαχείρισης για το επιχειρησιακό δυναμικό της χώρας με τον καθορισμό συγκεκριμένων ζωνών εφαρμογής αυτού του προγράμματος (cluster) ανά περιφέρεια, οι οποίες θα αποτελέσουν τον μοχλό για την διάχυση των νέων τεχνολογιών σε όλη την οικονομία.
Οι επιχειρήσεις στις ζώνες αυτές θα αποτελούν το πεδίο εφαρμογής ή και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών με την υποστήριξη αντίστοιχων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας και του εξωτερικού, ενώ θα προβλέπονται ειδικά κίνητρα εγκατάστασης επιχειρήσεων τεχνολογικών εφαρμογών, εργαστηρίων ερευνών, κέντρων τεχνολογικής εξειδίκευσης νέων επιστημόνων και ειδικές πρόνοιες για την εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.
Ένας τομέας ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι τα δίκτυα διακίνησης εμπορευμάτων (logistics) και, γενικότερα, οι παραγωγικές υποδομές, όπως οι Βιομηχανικές Περιοχές, τα Χονδρεμπορικά Πάρκα, οι Αποθηκευτικές Δραστηριότητες, οι Ζώνες Φόρτωσης και Μεταφόρτωσης σε μεταφορικούς κόμβους κλπ. Οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν προνομιακό πεδίο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και έχουν καθοριστική σημασία για τη συνολική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς δημιουργούν συνέργειες μειώνοντας τα παρεπόμενα κόστη της παραγωγής.
Ο ρόλος των ιδιωτών
Ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, και επενδυτικά projects σε τομείς που ενέχουν ρίσκο ή απαιτούν υψηλό βαθμό καινοτομίας. Σήμερα πλέον, πέρα από τα παραδοσιακά εργαλεία χρηματοδότησης που έχει στην διάθεση του ο επενδυτής (ΕΣΠΑ, ΚΑΠ, κλπ), υπάρχει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (πρωτοβουλία J.C. Juncker ύψους 315 δισ. ευρώ για την 3ετία 2015 – 2017) που προσανατολίζεται στους τομείς των υποδομών, ιδίως στα ευρυζωνικά και ενεργειακά δίκτυα, καθώς και στις υποδομές των μεταφορών σε βιομηχανικά κέντρα -στην εκπαίδευση, την έρευνα και καινοτομία- και στην ανανεώσιμη ενέργεια και την ενεργειακή απόδοση.
Πρόσφατα διάβασα ότι, αν και από άποψη ταχύτητας και αποτελεσματικότητας η εφαρμογή του Σχεδίου Γιουνκέρ κινείται ικανοποιητικά στην Ελλάδα, εντούτοις συναντά δυσκολίες στο να εντοπίσει επενδυτικές προτάσεις με επαρκές μέγεθος, γεγονός που οδήγησε στη μείωση του κατωτάτου ορίου επένδυσης για χρηματοδότηση από τα 25 στα 15 εκατ. ευρώ για την περίπτωση της χώρας μας. Είναι πάντως ενθαρρυντικό το ότι σύμφωνα με Έκθεση της ΕΤΕπ «στο πλαίσιο του Σχεδίου Γιουνκέρ, έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής δάνεια ύψους 1,2 δισ. ευρώ, με τον στόχο να αποφέρουν συνολικές επενδύσεις ύψους 3,7 δισ. ευρώ.»
Πέρα από το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αναζητήσουμε και νέα μέσα πιστοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις. Ένα παραδοσιακό εργαλείο μακρόχρονης πίστης, που θα διευκόλυνε τα επενδυτικά σχέδια υγιών επιχειρήσεων και που θα τα προτιμούσαν ενδεχομένως και οι επενδυτές, είναι τα εταιρικά ομόλογα, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ευρύτερα ως εναλλακτικό μέσο χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, εφόσον επιλυθεί ο τρόπος ρευστοποίησής τους.
Η δυνατότητα αυτή θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, αν υποστηριχθεί πρωτοβουλία της ΕΧΑΕ ΕΧΑΕ -1,80% για την δημιουργία αγοράς εταιρικών ομολόγων στα πρότυπα ανάλογης αγοράς που δημιουργήθηκε προ ετών στην Ισπανία. Στην αγορά αυτή, η οποία είναι ανεπίσημη (unofficial) και, συνεπώς, οι απαιτήσεις εισόδου είναι πιο ευέλικτες και οι διαδικασίες ταχύτερες, διαπραγματεύονται εταιρικά ομόλογα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες παρουσιάζουν καλές προοπτικές ανάπτυξης και ανάλογη διαβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμα, όπως είναι η συστηματική απελευθέρωση επαγγελμάτων, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, οι σύγχρονες εμπορικές δομές κλπ. Θα ήθελα όμως να σταθώ σε αυτό που θεωρώ ως πρώτη προτεραιότητα. Ο σχεδιασμός εξόδου από την κρίση θα πρέπει να έχει ως πρώτο, άμεσο στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης σε ότι αφορά στο μέλλον της χώρας και ασφαλώς στις οικονομικές της προοπτικές. Και αυτό εναπόκειται σε όλους μας, τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, του εργαζόμενους, την κοινωνία στο σύνολό της».