Επίθεση «φιλίας» στις αγορές ετοιμάζει η κυβέρνηση-Θα πειστούν οι επενδυτές;
Μία «επίθεση» φιλίας προς τις αγορές με στόχο να εμπιστευτούν την ελληνική οικονομία την «επόμενη ημέρα», όταν η Ελλάδα βγει από το πρόγραμμα, ετοιμάζει η κυβέρνηση. Το στοίχημα, όμως, είναι όντως να τις πείσει…
Στο άτυπο Eurogroup της 27ης Απριλίου στη Σόφια της Βουλγαρίας η Αθήνα θα παρουσιάσει το νέο αναπτυξιακό σχέδιο για την εποχή μετά το πρόγραμμα.
Το σχέδιο αυτό θα είναι «ελληνικής ιδιοκτησίας» και θα έχει τους εξής αποδέκτες: τους θεσμούς και κυρίως τις αγορές.
Η Αριστερά θα πρέπει να επιδοθεί σε ασκήσεις ισορροπίας: να στείλει μήνυμα στις αγορές «επενδύστε στη Ελλάδα», γιατί δεν πρόκειται να υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις, μόλις «τελειώσει» το μνημόνιο.
Το αναπτυξιακό σχέδιο θα περιλαμβάνει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και στόχους για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, των αποκρατικοποιήσεων και των δημοσιονομικών επιδιώξεων.
Το στοίχημα είναι να κριθεί αυτό το σχέδιο επαρκές από τις αγορές, από τις οποίες η χώρα αναζητεί νέα κεφάλαια, συνεπώς η κυβέρνηση καλείται να τις πείσει πως κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο δεν θα υπάρχουν υπαναχωρήσεις από τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί.
Τον Μάιο θα συμφωνηθεί και το μέγεθος του «λογαριασμού ασφαλείας» (cash buffer), που θα σχηματιστεί έως τον Αύγουστο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής έξοδος της Ελλάδας στις αγορές. Κοινοτικές πηγές εκτιμούν το ποσό στα τουλάχιστον 18-20 δισ. ευρώ.
Από την πλευρά του, ο γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης υποστήριξε ότι αν ληφθούν υπ’ όψιν τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παραχθούν μέχρι το 2020, τα ταμειακά διαθέσιμα που ήδη έχει η χώρα, αλλά και τα αδιάθετα 18 δισ. ευρώ που θα απελευθερώσει ο ESM, η Ελλάδα μπορεί από τώρα να υποστηρίξει ότι δύναται να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι και το τέλος του 2020. Αυτές ανέρχονται περίπου στα 44-45 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη, ενώ τα χρήματα που συγκεντρώνονται από δάνεια του ESM, πλεονάσματα και διαθέσιμα εκτιμώνται στα 47-48 δισ. ευρώ.
Πάντως, όσον αφορά στην έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους θα κάνει πιο ακριβά τα κόστη δανεισμού.
Δηλαδή, τα βασικά κόστη δανεισμού είναι σε συνάρτηση με του τι είδους ελάφρυνση χρέους θα λάβουμε από τους δανειστές της.
Οι προοπτικές, πάντως, δεν είναι πολλά υποσχόμενες. Είναι απίθανο η Ευρώπη να συμφωνήσει σε «γενναιόδωρες» πολιτικές, καθώς θα επιδιώξει να διασφαλίσει ότι ο υπερδανεισμός της Ελλάδας δεν θα επαναληφθεί αλλού στην ευρωζώνη.
Με το δείκτης χρέους στο 176% του ΑΕΠ και μικρές προοπτικές για ενίσχυση της ανάπτυξης ή υγιείς κεφαλαιακές εισροές, οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι και θα είναι δύσκολες.