Πως «διαβάζει» η Alpha Bank τα στοιχεία για το ελληνικό ΑΕΠ
Σε μια ανάλυση των στοιχείων που ανακοίνωσε προ ημερών η ΕΛΣΤΑΤ για το ελληνικό ΑΕΠ προχωρά η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ αυτήν την εβδομάδα επιβεβαίωσαν:
(α) την είσοδο της οικονομίας σε φάση ανακάμψεως το 2017 επιτυγχάνοντας ρυθμό μεγεθύνσεως της τάξεως του 1,4%, παρά το γεγονός ότι ήταν τελικώς σημαντικά χαμηλότερος από τον προσδοκώμενο, τόσο στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος (2,7%) όσο και στον προϋπολογισμό (1,6%), καθώς και
(β) τη διαμόρφωση δυναμικής περαιτέρω ενδυναμώσεως του ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομίας κατά το τρέχον έτος.
Ειδικότερα, η ανάκαμψη το τέταρτο τρίμηνο του 2017 απεδείχθη ισχυρότερη έναντι του τρίτου τριμήνου, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,9% σε ετήσια βάση, έναντι 1,4% το τρίτο τρίμηνο. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα στο δεύτερο εξάμηνο του 2017 (κατά 1,6% σε ετήσια βάση, έναντι 1% στο πρώτο εξάμηνο του 2017) συνδέεται χρονικά με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολογήσεως, αλλά και την ισχυροποίηση της αναπτύξεως στην Ευρωζώνη.
Ανάλυση των συνιστωσών της ενεργού ζητήσεως
Όσον αφορά στην ανάλυση, από την πλευρά της ζητήσεως, των επιμέρους μεταβλητών που συνθέτουν το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2017 συμπεραίνεται ότι, η ανάπτυξη της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην ενίσχυση των επενδύσεων, ενώ παρατηρήθηκε σχεδόν μηδενική αύξηση της ιδιωτικής καταναλώσεως. Τέλος, η αύξηση των εξαγωγών υπερκαλύφθηκε από την άνοδο των εισαγωγών, με αποτέλεσμα η συμβολή των εξωτερικών συναλλαγών να είναι αρνητική.
Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε μόλις κατά 0,1% σε ετήσια βάση το 2017, ενώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2017 κατέγραψε έντονα αρνητικό ρυθμό μεταβολής, κατά 1% σε ετήσια βάση. Οι πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους και η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας – ειδικά των μακροχρονίως ανέργων και των νέων – σε υψηλό ποσοστό, επιβαρύνει το εισόδημα των νοικοκυριών. Τούτο συνάδει και με τη διατήρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε πολύ χαμηλό επίπεδο (2017: -63, 2016: -68).
Επιπλέον, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά 1,2% το 2017, συμβάλλοντας αρνητικά στο ΑΕΠ κατά 0,3 εκατοστιαίες μονάδες. Σημειώνεται ότι στο τέταρτο τρίμηνο του 2017, η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά κατά 2,1% σε ετήσια βάση, αποτέλεσμα που οφείλεται κυρίως σε επίδραση βάσεως (μεγάλη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 4,5% στο τέταρτο τρίμηνο του 2016).
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 9,7% το 2017, έναντι αρκετά μικρότερης αυξήσεως κατά 1,5% το 2016. Αξίζει να σημειωθεί η πολύ υψηλή άνοδος των επενδύσεων στο τέταρτο τρίμηνο του 2017, κατά 28,9%. Η άνοδος των επενδύσεων οδήγησε σε θετική συμβολή στο ΑΕΠ κατά 1,1 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ σε συνδυασμό με τη θετική συμβολή των αποθεμάτων κατά 1 εκατοστιαία μονάδα προκύπτει ότι η ανάπτυξη το 2017 προήλθε αποκλειστικά από την αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου, δηλαδή επενδύσεις συν τη μεταβολή των αποθεμάτων.
Ειδικότερα, όσον αφορά στη διάρθρωση των επενδύσεων, αυτές σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό αυξήθηκαν κατά 25,4% σε ετήσια βάση το 2017 και αποτέλεσαν το 5,6% του ΑΕΠ, έναντι 4,5% το 2016.
Ειδικότερα, σημειώνεται η αύξηση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό στα €4,6 δισ. το 2017, από €2,6 δισ. το 2016. Τέλος, το 2017 παρατηρήθηκε εκ νέου μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 8,7%, από -12,4% το 2016, ωστόσο επειδή αποτελούν μόλις το 0,6% του ΑΕΠ, οι μεταβολές αυτές δεν έχουν πλέον σημαντική επίπτωση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Ο εξωτερικός τομέας συνέβαλε αρνητικά στον ρυθμό μεγέθυνσης κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες το
2017, καθώς η σημαντική αύξηση των εξαγωγών κατά 6,9%, η οποία υποστηρίχθηκε από την ιδιαίτερα επιτυχή τουριστική χρονιά (εξαγωγές υπηρεσιών: αύξηση 8,7%), υπεραντισταθμίστηκε εν τέλει από την αύξηση των εισαγωγών (7,5%).
Ανάλυση της δυναμικής της ανακάμψεως
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τελευταίο τρίμηνο του 2017, συνεπάγονται ότι η στατιστική επίδραση βάσεως (carry-over effect) του ρυθμού μεγέθυνσης του 2017 επί του προσδοκώμενου μέσου ετήσιου ρυθμού το 2018, αναπροσαρμόζεται επί τα βελτίω και καθίσταται θετική.
Η στατιστική αυτή επίδραση βάσεως αποτυπώνει τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγεθύνσεως που θα προέκυπτε την επόμενη χρονιά εάν το επίπεδο του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, που επετεύχθη το τελευταίο τρίμηνο του 2017, παραμείνει σταθερό στο τρέχον έτος. Η ανάλυση αυτή είναι χρήσιμη καθώς διαχωρίζει τη δυναμική της μεγεθύνσεως του ΑΕΠ από το «μηχανικό αποτέλεσμα» που προέρχεται από τη μεγέθυνση του προηγούμενου έτους. Πρακτικά τούτο ισοδυναμεί με την ποσοστιαία διαφορά μεταξύ του επιπέδου του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο του 2017 και του μέσου επιπέδου του ιδίου έτους. Συνεπώς, όταν το επίπεδο του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους είναι υψηλότερο από το μέσο επίπεδο του έτους, όπως συνέβη το 2017, η στατιστική επίδραση βάσεως που διαμορφώνεται για το 2018, είναι θετική. Υπολογίζεται δε, ότι η επίδραση αυτή είναι της τάξεως των 0,5 ποσοστιαίων μονάδων.
Το 2017, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν ίσος με 1,4 ποσοστιαίες μονάδες και δύναται να ερμηνευτεί κυρίως από τη δυναμική της μεγεθύνσεως κατά τη διάρκεια του έτους, καθώς η στατιστική επίδραση βάσεως προερχόμενη από το 2016 εκτιμάται ότι ήταν της τάξεως των -0,1 ποσοστιαίων μονάδων.
Δεδομένης της θετικής και ισχυρής επιδράσεως βάσεως, η επίτευξη ενός ρυθμού μεγεθύνσεως υψηλότερου του 2% για το 2018, σε επίπεδα κοντά στην πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι εφικτή και αναμένεται να προέλθει κυρίως από τον περαιτέρω σχηματισμό παγίου κεφαλαίου μέσω κυρίως άμεσων ξένων επενδύσεων. Η πλήρης εξειδίκευση των μέτρων για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, υπό των πρίσμα των αποφάσεων του Eurogroup την Άνοιξη του 2016, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν εκ νέου τον Ιούνιο του 2017, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός αποθέματος κεφαλαίων (cash buffer) για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, τουλάχιστον της διετίας 2018-2019, θα σηματοδοτήσει την ομαλή επάνοδο της χώρας στις αγορές και την ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος.
Παράλληλα, η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και των σχεδιαζόμενων έργων υποδομής δύναται να αποτελέσει πρόσθετο μηχανισμό προσελκύσεως νέων επενδυτικών κεφαλαίων και αναζωογονήσεως πολλών, μικρού και μεσαίου μεγέθους, ελληνικών επιχειρήσεων. Σημαντική προϋπόθεση ωστόσο είναι η ολοκλήρωση.