WSJ: «Εχθρός» των επενδυτών η αρχαιολογική υπηρεσία στην Ελλάδα
Ειδικότερα, αναφέρει την περίπτωση του ελληνοαμερικάνου κ. Mike Angeliades, ο οποίος κέρδισε στον διαγωνισμό του Δημοσίου το 2014 για την ανάπτυξη ενός resort γκολφ στη Ρόδο, ύψους 400 εκατ. ευρώ, το 2014. Δυο χρόνια και 1,5 εκατ. ευρώ αργότερα, η αρχαιολογική υπηρεσία έβαλε «φρένο» στα σχέδια του κ. Angeliadis, καθώς το σημείο στο οποίο πρότεινε να γίνει η επένδυση βρίσκεται κοντά στα ερείπια φρουρίου της Μυκηναϊκής περιόδου.
Το ΤΑΙΠΕΔ, όπως αναφέρει η WSJ, δείχνοντας κατανόηση στο πρόβλημα του επενδυτή, υποσχέθηκε πέρυσι να προσλάβει ανεξάρτητους αρχαιολόγους για να επιθεωρήσουν την περιοχή, ώστε να προχωρήσει το project του, ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα.
Η WSJ αναφέρει ακόμα τις περιπτώσεις του Μετρό Θεσσαλονίκης –που μετά από 30 χρόνια εργασιών ακόμα δεν έχει τελειώσει, λόγω της ανακάλυψης αρχαιοτήτων που είχε ως αποτέλεσμα να χρειαστεί να επανασχεδιαστεί ένας σταθμός- αλλά και της επένδυσης στο Ελληνικό –όπου κατόπιν πιέσεων των δανειστών, το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να παρέμβει για να μειώσει την περιοχή που είχε οριοθετήσει η αρχαιολογική υπηρεσία σε μόλις 5% του χώρου.
Η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία είναι μεταξύ των πιο υπηρεσιών που προκαλούν τον μεγαλύτερο… φόβο, γράφει η WSJ, καθώς μπορεί να «παγώσει» επενδυτικά σχέδια για χρόνια, με την υποψία και μόνον ότι στον χώρο της προτεινόμενης επένδυσης μπορεί να υπάρχουν αρχαία.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, το πρόβλημα εντείνεται καθώς η αρχαιολογική υπηρεσία προσπαθεί να εκπληρώσει τους σκοπούς της με σημαντικά μειωμένο προϋπολογισμό και προσωπικό, κάτι που οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις.
Οι Έλληνες είναι υπερήφανοι για την αρχαία κληρονομιά τους και η διατήρησή της είναι κεντρικής σημασίας για την προσέλκυση τουριστών στη χώρα, με τον τουρισμό να αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ, επισημαίνει η WSJ.
Μέρος της αδιαλλαξίας –όπως την χαρακτηρίζουν ορισμένοι- της αρχαιολογικής υπηρεσίας, ίσως πηγάζει από τις δεκαετίες του 1980 και 1990, όταν υπήρξαν πολλές περιπτώσεις Ελλήνων που έκρυβαν ή έκλεβαν αρχαιότητες κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών εργασιών. Οι νόμοι αυστηροποιήθηκαν ώστε κανένα κατασκευαστικό έργο να μην μπορεί να προχωρήσει χωρίς την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Όταν η οικονομική κρίση έπληξε την Ελλάδα, όπως δήλωσε στην WSJ η επικεφαλής της αρχαιολογικής υπηρεσίας, κ. Μαρία Βλαζάκη, οι αρχές ήταν πιθανότερο να δώσουν άκριτα το πράσινο φως για οποιοδήποτε έργο. «Όλα γίνονταν βιαστικά, χωρίς να ακολουθούνται οι σωστές διαδικασίες, χρησιμοποιώντας την κρίση ως δικαιολογία».
Η WSJ σημειώνει πως άλλες χώρες με αρχαιολογικό πλούτο, όπως το Ισραήλ και η Ιταλία, ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση. Στο Ισραήλ, η νομοθεσία προβλέπει διαμοιρασμό του κόστους που αφορά στον χειρισμό των αρχαιοτήτων, μεταξύ του κράτους και του επενδυτή, ενώ η χώρα διαθέτει περισσότερα κονδύλια για αρχαιολόγους.
Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχει αυτή η οικονομική δυνατότητα του κράτους, όπως σημειώνει ο καθηγητής Ελληνικού πολιτισμού του Πανεπιστημίου Cambridge, κ. Paul Cartledge. Ενδεικτικά, στο Ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού απασχολούνται 6.500 άτομα, ενώ στο αντίστοιχο Ιταλικό 18.500.
Στην Ιταλία, οι αρμόδιες αρχές έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν τις μεγάλες καθυστερήσεις στα κατασκευαστικά έργα, επιτρέποντας την ενσωμάτωση αρχαιοτήτων στις νέες δομές. Όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά σημαντικών ευρημάτων, οι κατασκευές επηρεάζονται και στην Ιταλία.