Παραμένει ο κίνδυνος για την ανεργία στους νέους, εκτιμά η Alpha Bank
Στο φαινόμενο της ανεργίας των νέων, που παρουσίασε αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια του γ' τριμήνου του 2017 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αναφέρεται η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, η μείωση του ποσοστού ανεργίας σε ετήσια βάση παρατηρείται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, εξέλιξη που συμβαδίζει με τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας. Παρά τη μείωση αυτή, το χάσμα ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας της ηλικιακής ομάδας των νέων ηλικίας 15-24 ετών και των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο.
Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, δεν συνάδει με την μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας που επετεύχθη τα τελευταία έτη, την αυξημένη μετακίνηση νέων στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας και τη συμπίεση των κατώτατων αποδοχών.
Η οικονομική κρίση οδήγησε σε αύξηση του ποσοστού ανεργίας ιδιαίτερα των νέων ηλικίας 15-24 ετών, φθάνοντας στο υψηλότερο ποσοστό το 2013. Κατά την διάρκεια του 2013, η διαφορά μεταξύ του ποσοστού ανεργίας των νέων ηλικίας 15-24 ετών και 25-74 ετών διευρύνθηκε σημαντικά, και έκτοτε οι δύο μεταβλητές ακολούθησαν σχεδόν παράλληλη φθίνουσα πορεία διατηρώντας συνεπώς σε μεγάλο βαθμό την μεταξύ τους απόκλιση (43,7% η ανεργία των νέων τον Νοέμβριο του 2017 έναντι 19,6% της ανεργίας των υπόλοιπων ηλικιακών ομάδων). Το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο οικονομικά ενεργούς νέους δεν βρίσκει εργασία οδηγεί αφενός σε οικονομικά προβλήματα, όπως η περιορισμένη εργασιακή εμπειρία, εξειδίκευση και μειωμένο εισόδημα, και αφετέρου σε κοινωνικά προβλήματα όπως η αναβολή δημιουργίας οικογένειας, αναφέρει η Alpha.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των νέων ηλικίας 15-24 ετών στο σύνολο των απασχολουμένων που είναι κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέρχεται σε υψηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης (2016, Ελλάδα: 17,9%, Ευρωζώνη: 14,8%), το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα διαβρώνει την ποιότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου περιορίζοντας τις ικανότητες και τα εισοδήματά του.
Τα χαμηλά εισοδήματα των νέων οδηγούν σε αύξηση του ποσοστού των νέων που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας. H «σχετική» φτώχεια των νέων ηλικίας 15-24 ετών, όχι μόνο βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των ηλικιακών ομάδων, αλλά έχει διευρυνθεί αισθητά η «σχετική διαφορά» μεταξύ των νέων και των ατόμων ηλικιακής ομάδας 65 και άνω. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παρά τις περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, τα άτομα άνω των 65 έχουν υποστεί συνολικά μεγάλες, αλλά σχετικά μικρότερες απώλειες εισοδημάτων έναντι των νέων.
H διατήρηση του δείκτη κινδύνου φτώχειας των νέων σε υψηλό επίπεδο οφείλεται:
α) στο γεγονός ότι η υψηλότερη αύξηση της απασχολήσεως της ηλικιακής ομάδας 15-24 - ειδικά στα χρόνια που επικράτησε θετικός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητος (2014: 0,7%, 2017:1,5%) προέρχεται από προσωρινή ή εκ περιτροπής απασχόληση και
β) στη σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα των κατώτατων αποδοχών
Το ποσοστό των νέων με συμβόλαια μη πλήρους απασχολήσεως ακολουθεί ανοδική πορεία μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2017 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) και διαμορφώνεται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο σε σχέση με τις λοιπές ηλικιακές ομάδες.
Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση του δείκτη κινδύνου φτώχειας στην ηλικιακή ομάδα 15-24 σε σχέση με την ηλικιακή ομάδα των 65+ συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον αναδιανεμητικό ρόλο των υφιστάμενων συστημάτων κοινωνικής προστασίας (τα οποία λειτούργησαν περισσότερο υποστηρικτικά προς την ηλικιακή ομάδα 65+), παρά τη μείωση της δαπάνης για συντάξεις που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
H ανισότητα στα εισοδήματα (όπως μετριέται από τον συντελεστή Gini ) πράγματι μετριάζεται μέσω της δημοσιονομικής διαχειρίσεως. Σημειώνεται ότι, η ανισότητα στα εισοδήματα των ηλικιών 65+ πριν τους φόρους και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρείται στις ηλικίες 18-65 (οικονομικά ενεργός πληθυσμός). Ωστόσο ο δείκτης Gini στις ηλικίες 65+ βελτιώνεται αισθητά χάρη στην αναδιανομή εισοδήματος που πραγματοποιείται κυρίως μέσω των συντάξεων και σε μικρότερο βαθμό μέσω της φορολογήσεως, τονίζει η Alpha.